5-82015--ΤΕΤΑΡΤΗ----Η ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ


Ο Κίμωνας στο σπίτι των συγγενών του


 Ο Κίμων σταμάτησε σε ένα σταυροδρόμι το αμάξι του σηκώθηκε όρθιος και φώναξε: φίλοι και αδελφοί μου στο όνομα του Ιησού σας λέγω τώρα εδώ που όσοι χωρίσουμε  να πάμε στα χωριά μας και να πούμε τα νέα στον κόσμο για τον λυτρωτή μας. Ζει δεν πέθανε είναι στα δεξιά του Πατέρα. Εμένα που με βλέπετε δεν τον γνώριζα διότι είμαι από την Αλεξάνδρεια και έφτασα αργά όμως πρόλαβα μέσα στην κακουχία του που τον πήγαιναν στον Πιλάτο να τον ιδώ και να ανταμώσουν τα βλέμματα μας. Πρώτη  φορά που με συντάραξε βλέμμα σαν αυτό του Ιησού μας. Από εκείνην την ώρα ήθελα να τον γνωρίσω αλλά δεν μπόρεσα όμως έμαθα από τους μαθητές του όλα τα θαύματα που έκανε και όλες τις διδασκαλίες που δίδαξε και πίστεψα ότι αυτός είναι που προανήγγειλαν οι προφήτες προφήτεψαν γι’ αυτόν και  μου έκανε την χάρι να τον ιδώ ζωντανό και αναστημένο και είμαι μάρτυράς του πια και μου έκανε την χάρη φάω μαζί του ψάρι ψητό και μέλι. Ζει αδέλφια σας το λέω και όταν γυρίσω στην Αλεξάνδρεια και όπου πάω θα το φωνάζω ότι πέθανε για να μας δώσει ζωή και να φύγουμε από τον θάνατο που είναι χειρότερος από τον θάνατο το φυσικό γιατί εμείς είμαστε τόσο αμαρτωλοί και να πεθαίναμε πάλι θάνατος για μας υπήρχε ο θάνατος ο πνευματικός. Τώρα όμως  πέθανε στη θέση μας ο άμωμος Υιός του Θεού για να μας σώσει και να μας φέρει στον πατέρα και την χαμένη ζωή μας κοντά του.  Μακριά Του είναι ο θάνατος. Μέχρι να φτάσουν στην Καπερναούμ μιλούσαν για το γεγονός αυτό με πολύ χαρά και όλοι υπόσχονταν να γίνουν μάρτυρες του Ιησού και να διδάξουν για την σωτηρία που δίνει ο Κύριος. Ήταν βραδάκι όταν έφτασαν στην Καπερναούμ και ο Λευή θα προχωρούσε για το χωριό του πιο πέρα προς το χωριό Χοραζίν όπου και καταγόταν.
  Ο Κίμωνας ρωτώντας για το σπίτι του συγγενή του τον πήγαν κάποιο άνθρωποι εκεί. Η οικογένεια του Ελιακίμ και της Δεβόρας τον υποδέχτηκε με καλοσύνη και πολύ φιλοξενία. Έδειξαν  χαρά που γνώρισαν τον συγγενή τους.
Και  Επειδή  τα χωριά είναι απομονωμένα και οι άνθρωποι είναι
πάντα οι ίδιοι και ασχολούνται με τις εργασίες τους γι’ αυτό όταν έρχεται ένας ξένος όλοι περνούν να τον καλώς’ ορίσουν και να μάθουν τι νέα τους φέρνει από κει που έρχεται. Ποιος είναι πως τον λένε από πού έρχεται. Γι’ αυτό εκείνο το απόγευμα μέχρι το βράδυ αργά περνούσαν


άνθρωποι να τον γνωρίσουν τους ξένους και να μάθουν νέα από την Ιερουσαλήμ.
(Συνήθως στα χωριά αυτό γινόταν. Δεν υπήρχαν τα μέσα να ενημερωθούν).
Ο Κίμωνας βρήκε ευκαιρία να μιλήσει για τον Ιησού που όλοι τους ήξεραν ο οποίος γυρνούσε τα χωριά  τους γιατρεύοντας ανθρώπους. Και αυτοί έδωσαν υπέροχα νέα στον Κίμωνα, αλλά έμαθαν από τον Κίμωνα για την καταδίκη του για τα δικαστήρια που από τον έναν στον άλλον τον τραβούσαν χτυπώντας τον και στο τέλος την σταύρωση του την μαρτυρική με το μαρτυρικό στεφάνι που ήταν μπηγμένο μέσα το μυαλό του.
 Όλοι άκουγαν την διήγηση μέχρι τις πρωινές ώρες. Μετά τους είπε για την ανάσαση του. Όλοι το πίστεψαν. Διότι είχε κάνει τόσα θαυμαστά πράγματα μπροστά τους.
Έμαθα ότι ήταν ένα μεγάλος δάσκαλος και έτυχε να βρεθώ την τελευταία ημέρα όταν τον είχαν καταδικάσει σε θάνατο δια του σταυρού. Όλοι είχαν να πουν καλά λόγια και να διηγηθούν μια ιστορία στον ξένο τους για τον Ιησού. Η Δεββώρα είπε για τον γιο της τον Ιωνάθαν  που ήταν παράλυτος εκ γενετής και ο Ιησούς τον θεράπευσε με μια κουβέντα. Κάποια στιγμή ήρθε και ο Συμεών και όταν τον είδαν ότι ήταν τελείως καλά απόρησαν.
 Εκείνος χαρούμενος τους διαβεβαίωνε ότι ο κύριος τον έκαμε καλά . Όταν είδε ο Κίμων  ότι οι άνθρωποι αυτοί έχουν καλή πρόθεση τότε τους είπε  ότι ο Ιησούς έκανε καλά το Συμεών διότι πίστεψε στον Ιησού έδωσε την καρδιά του και από δω και πέρα θα ζει για τον Ιησού.  Μη αμφιβάλλετε καθόλου ότι ο Ιησούς έχει αναστηθεί. Και επί  σαράντα μέρες δίδασκε στους μαθητές του και το είδαμε γύρω στους πεντακοσίους ανθρώπους.
-Και αξιώθηκα κι εγώ να τον δω αναστημένο. Τελειώνοντας  ο Κίμων είπε  τον είδαμε, τον ψηλάφησε όποιος ήθελε να βεβαιωθεί ότι ζει.
-Και την ημέρα που θα έφευγε για τους ουρανούς πήρε τους μαθητές του και τους είπε να περιμένουν στα Ιεροσόλυμα να μη φύγουν διότι θα τους επισκεπτόταν το Άγιο πνεύμα που θα τους έδινε φώτιση να  καταλάβουν όσα δεν κατάλαβαν.
-Τους έδωσε την μεγάλη χαρά να τον ιδούν να ανεβαίνει στον ουρανό και δύο άγγελοι που έλαμπαν σαν το ήλιο τους είπαν ότι με τον τρόπο που τον είδατε να φεύγει με τον ίδιο τρόπο θα έρθει πάλι ξανά. Και έτσι έγινε φίλοι μου και αδελφοί μου και είμαι μάρτυρας των όσων σας λέγω.  Οι άνθρωποι χαίρονταν και γελούσαν από χαρά και συγκίνηση για τον Ιησού. Ο Κίμωνας χαιρόταν διότι αυτός αξιώθηκε να φέρει το μήνυμα της αναστάσεως στην Καπερναούμ που είναι τόσο μακριά από την Ιερουσαλήμ. Έκατσε γύρω στον ένα μήνα στους συγγενείς του και πήγαινε στα σπίτια και μιλούσε και έλεγε τα ευχάριστα νέα της Αναστάσεως
  Και ο άνθρωπος που έγινε καλά ο Συμεών με την χάρη του Κυρίου έλεγε κι’ αυτός πως ο αναστημένος Ιησούς τον λυπήθηκε και πόσο μετάνιωσε για τον εγωισμό του και τώρα θα ήταν μια φωνή να μιλάει για τον Ιησού εκεί στα περίχωρα έδωσε υπόσχεση στον Κύριο ότι θα Έφερνε τα καλά νέα της λύτρωσης και της αναστάσεως.

Ο διωγμός του Κίμωνα από τους ανθρώπους της συναγωγής

 Όμως στη συναγωγή οι άνθρωποι που δίδασκαν σ’ αυτήν δεν το είδαν με καλό μάτι το θέμα. Γι’  αυτό πήγαν στον Ελιακίμ και τη Δεβόρα και τους είπαν πρέπει ο ξένος τους να σταματήσει να έρχεται στη συναγωγή και να μιλάει στον κόσμο και να αποδεικνύει τις προφητείες που εκπληρώθηκαν στο πρόσωπο του Ιησού. Αυτό άμα συνεχιστεί θα σας κάνουμε αποσυνάγωγους και θα σας καταγγείλουμε όπου μπορούμε να τιμωρηθείτε.
  Ο Ελιακίμ και η Δεβόρα δεν φοβήθηκαν και μάλιστα τους είπαν:
- ότι ξέρετε καλά ότι ο Ιησούς έχει μείνει σπίτι μας και έχει κάνει καλά τον γιο μας. Εμείς πιστεύουμε ότι είναι ο Μεσσίας ότι είναι ο γιος του Θεού και ότι θέλετε κάνετε να το κάνετε.
  Την Παρασκευή ήρθε από το χωριό του ο Λευή όπου και αυτός ήταν διωγμένος αλλά δεν το έβαλε κάτω διότι και αυτός ήταν μάρτυρας του Ιησού Χριστού και ήταν θεραπευμένος από εκείνον και είχε Πνεύμα Άγιο και στηριζόταν στον Κύριο.
Βρήκε τον Κίμωνα και του είπε ήρθε η ώρα να πάμε να δούμε τα αδέλφια μας στα Ιεροσόλυμα και να δώσω αυτά που είναι να δώσω αδελφέ μου στους φτωχούς μας αδελφούς. Τακτοποίησα την οικογένεια μου τους εξασφάλισα και θέλω να πηγαίνω στους ανθρώπους να λέγω τα θαυμάσια του Ιησού Χριστού. Και ο Κίμων ήταν έτοιμος να φύγουν.
Αλλά: - πριν φύγουμε πρέπει να βαφτιστεί στο όνομα του Ιησού χριστού ο Συμεών και όσοι άλλοι θέλουν.(διότι είχε ζητήσει να βαφτιστεί ο Συμεών)
  Την  παρ’ άλλη μέρα μεσολαβούσε το Σάββατο. Πήγαν στη Συναγωγή αλλά τους πέταξαν έξω οι άνθρωποι της Συναγωγής.
 Η Δεββώρα είχε ειδοποιήσει για την βάφτιση του Σημαιών και όποιος θέλει να έρθει στη χαρά του. Οπότε πριν ξεκινήσουν για την επιστρέφει τους στα Ιεροσόλυμα
 Έκανα αυτό που παρήγγειλε ο Κύριος ο ίδιος.

Μάρκος 16: 15 Και τους είπε: Πηγαίνετε σε όλο τον κόσμο, και κηρύξτε το ευαγγέλιο σε όλη την κτίση.
16 Όποιος πιστέψει και βαπτιστεί, θα σωθεί· όποιος, όμως, απιστήσει, θα κατακριθεί.

Μαζεύτηκε πολύς κόσμος από το χωριό σε ένα μέρος που μαζεύονταν νερά από ένα ξεροπόταμο και εκεί μέσα στα νερά  βαφτιστήκαν πολλοί άνθρωποι.
Φυσικά μαθεύτηκε από τους ανθρώπους της συναγωγής πήραν πέτρες ξύλα και όρχησαν να πετούν τις πέτρες να χτυπούν και να σέρνουν ανθρώπους για να διαλύσουν όλο αυτό.


Την άλλη μέρα ξεκίνησαν παρέα για το μεγάλο ταξίδι στην
Ιερουσαλήμ.
 Αφού άφησαν την Δεββώρα και τον Ηλιακοί στη θέση τους. Φυσικά στο δρόμο έπρεπε να σταματούν όπως και την πρώτη φορά χωριό – χωριό να ξεκουράζονται τα ζώα και να κοιμούνται και οι ίδιοι. Σε κάθε χωριό έλεγαν τα ευχάριστα νέα και ότι πια όποιος πιστεύει στον Ιησού θα σωθεί γιατί το υποσχέθηκε Εκείνος. Εξηγούσαν όλα όσα είχαν ακούσει από τους αποστόλους μα και από τον ίδιο τον Κύριο όταν εμφανίστηκε, μετά την ανάσταση του πέραν, των Αποστόλων και σε αυτούς που είχαν την ευλογία να τον δουν και να τον ακούσουν σαράντα μέρες.
 Και πάντα το ίδιο πάθαιναν από τους ανθρώπους της συναγωγής τους πέταγαν έξω και τους φοβέριζαν.
  Όλα τα χωριά ήξεραν είχαν ιδεί θαύματα και  θεραπείες είχαν πάρει. Είχαν ακούσει να διδάσκει ο Ιησούς και πίστευαν  την διδαχή τους και το ότι αναστήθηκε. Και μάλιστα όλοι ομολογούσαν ότι δύο φορές τους ταΐσε με ψωμί και ψάρι.
  Όταν πια πολύ κουρασμένοι έφτασαν κοντά στην Ιερουσαλήμ σε ένα χωριό κατέβησαν από το αμάξι τους και άφησαν τα ζώα ελεύθερα να φάνε χόρτο να ξεκουραστούν και αυτοί οι ίδιοι είχαν ανάγκη να φάνε καθώς ήταν πεινασμένοι το ψωμί τους.

Η συνάντησης του Κίμωνα του Λευί με τον Αράμ


–   Τότε τους πλησίασε ένας άνδρας και τους παρακάλεσε να τον πάρουν μαζί τους στα Ιεροσόλυμα. Του είπαν βεβαίως και θα σε πάρουμε όμως έχουμε ανάγκη να ξεκουραστούμε.
  Ο Κίμων ρώτησε: - από πού είσαι πατριώτη;
  Και αυτός είπε: - ονομάζομαι Αράμ και έρχομαι από ένα χωριό πέρα από τον Ιορδάνη ποταμό. Έχω μεγάλη ιστορία πατριώτη. Θέλω   να πάω στα Ιεροσόλυμα να μάθω αν ο Ιησούς ο μεγάλος δάσκαλος είναι αλήθεια ότι αναστήθηκε και ότι τον είδαν. Θέλω να βρω τους ανθρώπους αυτούς που ήταν μαζί του. Να μιλήσω μαζί τους να μάθω πράγματα πολλά για τον διδάσκαλο αυτόν τον μεγάλο. Πιστεύω  ότι δεν είναι αργά να κάνω αυτό το βήμα έστω και τώρα.
- Όταν πέρασε από το χωριό μου έτρεξα να τον γνωρίσω και τον ρώτησα τι να κάνω για να κερδίσω την βασιλεία των ουρανών. Τότε με σύστησε να πουλήσω την περιουσία μου και να τον ακολουθήσω όμως εγώ είμαι πολύ πλούσιος και στενοχωρήθηκα για την περιουσία μου να πουληθεί. Έτσι έφυγα από κοντά τους σκεπτικός και ταραγμένος. Όμως πριν φύγω τον κοίταξα, και είδα μεγάλη αγάπη για μένα στο βλέμμα του.  από εκείνη την ώρατο βλέμμα αυτό με ακολουθούσε όπου και να πήγαινα  όπου και να στεκόμουνα. - Μέχρι που άκουσα ότι τον δίκασαν τον σταύρωσαν και ότι αναστήθηκε.- Πήρα την απόφαση να πάω στους ανθρώπους που ήταν κοντά του φίλοι του και να μάθω περισσότερα γι’ αυτόν. - Έτσι αποφάσισα να κάνω και την συμβουλή του πράξη διότι δεν τα χρειάζομαι τα πλούτη πιο πολύ χρειάζομαι Αυτόν στη ζωή μου. - Πίστεψα στο όνομά του και είμαι δικός Του. Πέταξα τον παλιό Αράμ και θέλω ο καινούργιος Αράμ να γίνει αυτός που ήθελε ο δάσκαλος.
  Οι  δύο άνδρες με μια φωνή του είπα: - είναι αλήθεια αδελφέ μου και εμείς είμαστε μάρτυρες του Ιησού που αναστήθηκε. - Τον είδαμε τον ακούσαμε λάβαμε το Πνεύμα του που είναι δύναμη και φώτιση της ζωής μας όλης.
-Όλοι κάτι πετάξαμε από τον παλιό εαυτό μας από όλους μας κάτι έβγαλε ο Ιησούς έβγαλε τις αμαρτίες μας και τα πάθη μας από την ζωή μας και μας δέχτηκε και μας έβαλε στο σχέδιο της σωτηρία του και έτσι γράφτηκε το όνομά μας στο Βιβλίο της ζωής αδελφέ μας.
-Γιατί να μη δεχτεί και σένα μετανιωμένο. Όσοι τον δεχτούν θα γίνουν παιδιά του Θεού και θα δεν θα δουν  τον Θάνατο τον αιώνιο και θα μπουν στη ζωή την αιώνια και το όνομά σου έχει γραφτεί στο βιβλίο της ζωής.
Αποκάλυψις 3:
5 Όποιος νικάει, αυτός θα ντυθεί με λευκά ιμάτια· και δεν θα εξαλείψω το όνομά του από το βιβλίο τής ζωής, και θα ομολογήσω το όνομά του μπροστά στον Πατέρα μου, και μπροστά στους αγγέλους του.
-  Αδελφέ μου με χτύπησες εκεί που πονάω. Πάλι σας το λέω:- όταν  ο Ιησούς ήρθε στο χωριό μου έτρεξα να τον βρω και να τον ρωτήσω τι πρέπει να κάνω για να έχω την αιώνιο ζωή. Αφού μου είπε τον νόμο των εντολών και τότε του είπα Κύριε εγώ τήρησα όλα αυτά και τα τηρώ από τα νειάτα μου. Τότε με πολύ αγάπη με κοίταξε γλυκά στα μάτια και μου είπε: - ένα σου λείπει πήγαινε και πούλησε την περιουσία σου μοίρασε την στους πτωχούς και έλα να με ακολουθήσεις κρατώντας τον σταυρό.
Αυτό με έκανε να λυπηθώ γιατί αγαπούσα την περιουσία μου και χωρίς κουβέντα να πω έφυγα από κοντά του. όμως το βλέμμα του πάντα με ακολουθούσε και μου έλεγε αυτά που σας είπα. - Δεν είχα ησυχία. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Μέχρι που πήρα την απόφαση να το κάνω. Τα πούλησα όλα μοίρασα στους φτωχούς και τώρα πάω να βρω τους δικούς του ανθρώπους και να τους δώσω τα υπόλοιπα  να τα κάνουν ότι καταλαβαίνουν αυτοί.
  Τότε ο Λευή του είπε:- αδελφέ το ίδιο έκανα κι εγώ διότι εγώ ήμουν χειρότερος από σένα εγώ αδικούσα φυλάκιζα ανθρώπους τους τα έπαιρνα όλα τα παιδιά τους τα πούλαγα για σκλάβους και τους ίδιους  πουλούσα. - Όμως ο Κύριος όταν τον αντάμωσα με άλλαξε και έγινα άλλος άνθρωπος. Και Πάντα εκείνα τα γλυκά του μάτια όλο αγάπη με ακολουθούσαν δεν είχα ησυχία για ότι και αν έκανα.  Τώρα που ξέρω ότι είναι στον Πατέρα του και δικό μας Πατέρα και μας συγχωρεί θέλω να δώσω στον κόσμο την καλή αγγελία. Ότι ζει και μας βλέπει και είναι μέσα μας και μας οδηγεί. Μας υποσχέθηκε ότι θα έρθει μαζί με τον πατέρα και θα κάτσει μέσα μας στην καρδιά μας με το Πνεύμα του το Άγιο.
 
Κολοσσαεις 2:
Επειδή, μέσα σ' αυτόν κατοικεί ολόκληρο το πλήρωμα της θεότητας σωματικά·
10 και μέσα σ' αυτόν είστε πλήρεις, αυτός που είναι η κεφαλή κάθε αρχής και εξουσίας·
11 στον οποίο περιτμηθήκατε, με αχειροποίητη περιτομή, όταν ξεντυθήκατε το σώμα των αμαρτιών της σάρκας διαμέσου τής περιτομής τού Χριστού,
12 καθόσον συνθαφτήκατε μαζί του στο βάπτισμα· με τον οποίο και συναναστηθήκατε διαμέσου τής πίστης τής ενέργειας του Θεού, ο οποίος τον ανέστησε από τους νεκρούς.
13 Κι εσάς, που ήσασταν νεκροί στα αμαρτήματα και στην ακροβυστία τής σάρκας σας, σας ζωοποίησε μαζί του, καθώς σας συγχώρεσε όλα τα πταίσματα,
14 όταν εξάλειψε το χειρόγραφο με τα διατάγματα, που ήταν εναντίον σας, και το αφαίρεσε από το μέσον, καρφώνοντάς το επάνω στον σταυρό·
15 και αφού απογύμνωσε τις αρχές και τις εξουσίες, τις καταντρόπιασε δημόσια, όταν, επάνω του, θριάμβευσε εναντίον τους.

Όταν φτάνουν στους μαθητές κοντά μαθαίνουν…

   Όταν φάγανε σηκώθηκαν έζεψαν τα ζώα και ξεκίνησαν και την άλλη μέρα έφτασαν στο σπίτι που έμεναν οι απόστολοι. Εκεί μάθανε για τα πλήθη τα πολλά που πίστεψαν και τα κοινά τραπέζια για τον θάνατο του Στέφανου και ότι την ώρα που παρέδιδε το πνεύμα του ο Στέφανος τους συγχώρησε όλους και παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο και φώναξε ότι τον βλέπει  στα δεξιά του Πατέρα και του παραδίδεται στα χέρια του. Αυτά τους τα είπε ο ίδιος ο Πέτρος και βέβαια και όλοι οι αδελφοί ήταν παρόντες.
   Τότε οι αδελφοί τους διηγήθηκαν όλα όσα έγειναν στο δρόμο για την Καπερναούμ και ότι η συναγωγή τους έδιωξε

από το χωριό και ότι η Δεβώρα και ο Ελιακείμ ήταν απειλούμενοι από την συναγωγή. Και στο γυρισμό έξω από την Ιερουσαλήμ αντάμωσαν τον Αράμ ο οποίος έφερνε καλά νέα στους αποστόλους.
  Ο Πέτρος γύρισε στον Αράμ και του είπε: - εσένα σε θυμούμαι όταν περνούσαμε από το χωριό σου πέρα από τον Ιορδάνη ποταμό. Λοιπόν τι ευχάριστα νέα μας έφερες αδελφέ μου;  - Όπως θα ξέρεις αδελφέ όταν ο Κύριος μου είπε να πουλήσω την περιουσία μου εκείνην την ημέρα και να την μοιράσω στους φτωχούς έφυγα λυπημένος. Όμως  τοβλέμμα αγάπης που μου έριξε δεν με άφησε ήσυχο. Μέχρι που έμαθα όλα τα γεγονότα του θανάτου του και της αναστάσεώς του. - Τότε πίστεψα ότι είναι ο Υιός του Θεού πίστεψα ότι είναι ο κεχρισμένος του Κυρίου και ο Μεσσίας που περιμέναμε. - Πίστεψα  ότι αναστήθηκε και έγινα άλλος άνθρωπος και έτσι έκανα αυτό που μου ζήτησε. Μοίρασα στους φτωχούς την περιουσία μου και έφερα τα
χρήματα να τα διαθέσετε όπως καταλαβαίνετε διότι εδώ όπως βλέπω θα είναι απαραίτητα.
Και:- μπροστά στα θαυμάσια αυτά νέα την αξία έχει η περιουσία; Το χρήμα;
 Ο Πέτρος συγκινήθηκε πάρα πολύ που ο Κύριος δεν άφησε να χαθεί ένα άνθρωπο που είχε ζήσει την ζωή του καθαρή αλλά δεν ήξερε όπως να κερδίσει την βασιλεία των ουρανών. Να όμως που την κέρδισε. Την κέρδισε πιστεύοντας στον Ιησού Χριστό και προσφέροντας αυτά που του είπε ο Κύριος. Στην ουσία είχε θεραπευτεί από την φιλαργυρία του. Τότε ο Πέτρος δόξασε τον Κύριο με το θαύμα αυτό που έγινε στην καρδιά του Αραμ.
  Πλησίασε και ο Λευή έδωσε κι αυτός τα χρήματα που έφερε να διατεθούν στους φτωχούς αδελφούς. Τότε υψώθηκε μια υμνωδία στον Κύριο ευχαριστίας δοξολογίας και ικεσίας. Όλοι είχαν χαρά μεγάλη μεταξύ τους που είχαν κοινωνία.

Ο Κίμων αναγγέλλει ότι θα φύγει στην Αλεξάνδρεια

Ο Κίμων αποφάσισε να φύγει για την Αλεξάνδρεια και το ανακοίνωσε στους αδελφούς.
  Τότε ο Λευή του είπε ότι θα - πάει μαζί του να μπορούν να στηρίζουν ο ένας τον άλλο και να κηρύττουν τον Χριστό. 
  Αυτή την φορά ο Κίμων δεν έμεινε στο πανδοχείο αλλά τον κάλεσε η Ρεβέκα να μείνει μαζί τους και να τους διηγηθεί όλα τα γεγονότα στην Καπερναούμ.
  Η Ρεβέκα ήταν μία γυναίκα ευσεβείς και μαζί με τον άνδρα της είχαν φιλοξενήσει τον Κύριο και είχε φάει  μαζί τους
  Είχαν  και μία κόρη την Ραχήλ την οποία ο Κίμων την αγάπησε και την ζήτησε σε γάμο.
  Όμως και η Ραχήλ τον ήθελε.
  Λίγο τη Ρεβέκα της κακοφάνηκε από την άποψη ότι θα έφευγε η κόρη της πολύ μακριά
  Στις Ρεβέκας το σπίτι όλοι ήταν πιστοί άνθρωποι.
Όλοι πίστεψαν στον Ιησού Χριστό όχι ως δάσκαλο αλλά τώρα πια ως Σωτήρα και Θεάνθρωπο. Μετά την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος θυμήθηκαν κατάλαβαν και είδαν ότι ο Θεός έστειλε τον Υιό του για να πεθάνει στην θέση των ανθρώπων και να μη χρειάζονται πια το αίμα των ταύρων και αμνών για θυσία περί αμαρτίας. Όλα το Πνεύμα το Άγιο τους τα έδειξε μέσα από το Λόγο του Θεού της Π. Διαθήκης.
  Έτσι  όλοι μαζί ευχαρίστησαν τον Κύριο και του εμπιστεύθηκαν τα δύο παιδιά να τα ευλογήσει και να εργαστούν στην Αλεξάνδρεια στον Ευαγγελισμό ανθρώπων. Πράγματι πήγαν στη συναγωγή και παντρεύτηκαν σύμφωνα με το έθιμο γάμων του Ιουδαϊκού λαού. 
 Όμως ο γάμος ευλογήθηκε από τον Πέτρο και τους αδελφούς με προσευχή και Την άλλη μέρα μαζευτήκαν όλοι οι αδελφοί και τους αποχαιρέτησαν με προσευχή και ευχές όλης τις εκκλησίας για τον τόπο που θα πάνε.
synexizetai