2-8-2015---Η ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ--ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ


Η ΑΝΑΦΟΡΑ ΤΟΥ Κίμωνα για τον εαυτό του

  Ο Κίμων όπως είπε, ήταν από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, ήταν Εβραίος και είχε έρθει για το Πάσχα να προσκυνήσει στο Ναό, να κάνει όλα εκείνα τα διατεταγμένα του νόμου. Στην Αλεξάνδρεια είχε ένα εμπορικό ρούχων και ήταν σανδαλοποιός, έφτιαχνε και σανδάλια.
 Έβλεπε εδώ ότι κάτι γινόταν, ότι κάτι υπερφυσικό με τον
δάσκαλο αυτών των ανθρώπων , του κίνησαν την περιέργεια
και ήθελε όσο γινόταν, να μάθει κι άλλα. Έτσι έμεινε κοντά τους και δεν έφυγε.
   Έμαθε όλα όσα είπε και έκανε ο Ιησούς ,μέσα στα τρία χρόνια. Άρχισε σοβαρά να σκέπτεται και να πιστεύει ότι ο Ιησούς ήταν ο υποσχόμενος Μεσσίας των Γραφών. 
   Σιγά  –σιγά έρχονταν και άλλοι, γυναίκες και η μητέρα του Ιησού, όλοι μιλούσαν για τον δάσκαλο, όλα αυτά που τους παράγγειλε τι  τους είπε και αυτά που έκανε. Δεν χόρταιναν να τα λένε και να τα ξαναλένε αναμεταξύ τους και να ρίχνουν δάκρυα..
Επίσης  αναρτιόντουσαν πως και γιατί να σχιστεί το καταπέτασμα του Ναού. Κάτι σημαίνει αυτό.
  Εκεί ήταν ο Στέφανος,  ο Ιούστος,  ο Ματθίας, και οι έντεκα επίσημοι μαθητές του, ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία, και ο Νικόδημος.

Η αναγγελία της Ανάστασης του Κυρίου

   Όλοι πήγαιναν έρχονταν. παρηγορούσε ο ένας τον άλλον έφερναν και νέα από έξω. Κάποια στιγμή, έμαθαν ότι ο Ιούδας κρεμάστηκε από ένα δένδρο από τις τύψεις ,που τον είχαν καταβάλλει.
   Από την Παρασκευή το μεσημέρι, όλο το Σάββατο έμεναν μέχρι, αργά να συζητούν τα έργα και τα θαύματα, που έκανε ο Ιησούς αναφέροντας, τις προφητείες που μιλούσαν γι αυτόν. Δεν χόρταιναν να μιλούν για τον αγαπημένο δάσκαλο. Έψαχναν τις γραφές και έβρισκαν ότι πολλοί προφήτες μιλούσαν γι’ Αυτόν.
  Πολύ πρωί, της πρώτης ημέρας της εβδομάδας, χτυπούσαν την πόρτα τόσο δυνατά, που όλο το σπίτι τραντάζονταν. Όλοι σηκώθηκαν φοβισμένοι από το κρεβάτι τους, να δουν τι γίνεται, στην πόρτα στεκόντουσαν γυναίκες και όλες μαζί φώναζαν:
-είδαμε  τον Κύριο!  είδαμε τον Κύριο! ζει σας λέμε ζει! Είναι ζωντανός αναστήθηκε! Ο Πέτρος και ο Ιωάννης, έτρεξαν με λαχτάρα μέχρι το μνήμα. Ο Πέτρος μπήκε μέσα ,διότι το μνήμα ήταν ανοιχτό και οι φρουροί που είχαν βάλλει οι Ιουδαίοι, έλειπαν. Βλέπει του κεφαλιού το σουδάριο χώρια διπλωμένο, στη θέση του κεφαλιού και τα άλλα κάτω .
Γύρισαν πίσω και στο σπίτι απορημένοι και περίμεναν.
 Δεν είχαν καταλάβει καθόλου το θέμα αναστάσεως. Ίσως οι γυναίκες να το φαντάστηκαν ίσως να νόμισαν. Ο Κίμων έμεινε να τους κοιτάζει κι αυτός με απορία.
   Κάποια στιγμή τους είπε θα πάω να δω τα ζώα μου στο πανδοχείο και θα γυρίσω πάλι. Έφυγε πήγε στο πανδοχείο να δει για τα ζώα του αν έχουν φάει το αμάξι του αν είναι έτοιμο για την επιστροφή του στο ταξίδι στην Αλεξάνδρεια που είναι τόσο μεγάλο ταξίδι.
 Το  βράδυ που γύρισε στο ανώγειο βρήκε μεγάλη αναστάτωση  μεταξύ των μαθητών. -Τι έγινε; Τι επάθατε και είσαστε τόσο χαρούμενοι τι συνέβη;  -Συνέβη φίλε μου και αδελφέ μου ότι είδαμε τον Κύριο μας. Και όχι μόνο εμείς αλλά και άλλοι που πήγαιναν εδώ κοντά σε ένα χωριό το χωριό Εμμαούς. -Τι λέτε;
 -είναι αλήθεια ναι! είναι αλήθεια. Σε λίγο ήρθε και ο Θωμάς και του το είπανε και αυτός δεν το πίστευε. Μέχρι που είπε -αν δεν δω τις πληγές από τα χέρια του και την πλευρά του και δεν τις πιάσω δεν θα πιστέψω. Ο Κίμων έμεινε πάλι με απορία διότι δεν καταλάβαινε τι γίνετε. Αλλά θυμούμενος την ματιά που του έριξε ο Ιησούς την ημέρα εκείνη που τον σκούνταγαν και τον πήγαιναν στη δίκη μέσα του κάτι τον βεβαίωνε ότι είναι αλήθεια πρέπει να αναστήθηκε  διότι αυτά που λένε οι μαθητές του ότι και νεκρούς ανάστησε άρα και αυτός μπορούσε και είχε την δύναμη να μην τον κρατήσει ο θάνατος. Σκέφτηκε ότι μόνον ένας Θεός που έχει ζωή μπορεί να αναστήσει ανθρώπους και τον εαυτό Του. Ναι το πιστεύει. Ο Ιησούς είναι αναστημένος.

 Η απόφαση του Κίμωνα να μάθει

  Ενώ σκεφτόταν  να φύγει αποφάσισε να μείνει κι άλλο για να μάθει περισσότερα και ίσως τον ιδεί και αυτός τον Ιησού.
Ενώ σκεφτόταν αυτά κάποιος του χτύπησε στην πλάτη και τον
ρώτησε τι σκέφτεται. Ήταν ο Ιούστος. Του είπε- αλήθεια εσύ πως βρέθηκες μαζί μας; -Πρώτα να σου πω τι σκεφτόμουν πριν σου πω πως βρέθηκα μαζί σας.
 Σκεφτόμουν ότι πιστεύω σύμφωνα με αυτά που μου διηγηθήκατε ότι αν είναι όλα αλήθεια και το πιστεύω ότι είναι, ο είναι Ιησούς ζωντανός.
 Πιστεύω ότι αναστήθηκε και αξίζει να μείνω μαζί σας να  μάθω και άλλα γι’ αυτόν. Εκείνη την ώρα ήρθε ο Ιησούς και τους είπε: ειρήνη σε σας. Όλοι  αμέσως γονάτισαν και κανένας δεν
μιλούσε.
 Τότε ο Ιησούς μίλησε τους είπε να μη φοβούνται και να πάνε οι μαθητές του στο μέρος που συνεννοήθηκαν να τον περιμένουν. Γύρισε μετά προς τον Κίμωνα και του είπε: -Κίμων χαίρομε που δεν αμφέβαλες για μένα και γι’ αυτό  όταν πας στον τόπο σου να μιλάς για μένα  και εγώ θάμαι μαζί σου και καλά κάνεις και δεν φεύγεις ακόμα. Μείνε μέχρι να πάρεις δύναμη από ψηλά. Μείνατε όλοι μέχρι να σας ξαναδώ. Τότε όλοι δειλά –δειλά άρχισαν να μαζεύονται γύρω του και να του μιλούν. Τους είπε να μείνουν μέχρι να λάβουν δύναμη από ψηλά. Μην αμφιβάλετε ότι είμαι εγώ. Δεν είμαι πνεύμα γι’ αυτό φέρτε μου κάτι να φάγω. Του  έφεραν ψάρι και μέλι και έφαγε. Ο Ιησούς έκανε πολλές εμφανίσεις και τους έδωσε πολλές οδηγίες. Τους επιβεβαίωσε όλα όσα τους είπε όταν ζούσε στη γη.

Η κάθοδος του Πνεύματος του Αγίου
       
  Ο Κίμωνας ήταν όλο χαρά γεμάτος ελπίδες και ειρήνη μέσα στην καρδιά του. Αποφάσισε  πριν φύγει να περιμένει όπως του είπε ο Ιησούς και μαζί με τους μαθητές του Κυρίου και όλο τον κόσμο που  περίμενε με υπομονή και πίστη στο ανώγειο. Έτσι  περίμενε και ο Κίμων.
Άλλωστε ο Κίμωνας έμαθε κάποια στιγμή  ότι ο Κύριος αναχώρησε για τον ουρανό του το είπαν οι μαθητές του Κυρίου αργότερα ότι ένα σύννεφο τον παρέλαβε και δεν τον ξαναείδαν πια  και δύο άγγελοι τους είπαν ότι με τον ίδιο τρόπο θα ξαναγυρίσει.
 Τώρα πρέπει να περιμένουν στα Ιεροσόλυμα και να μη σκορπίσουμε διότι θα γίνει κάτι θαυμαστό. Και ο Κίμων ρώτησε: εγώ μπορώ να μείνω; Βεβαίως και να μείνεις και όλοι σας καλά θα ήταν να έρθετε εδώ στο ανώγειο να μείνετε μαζί μας. Όλοι τότε συμφώνησαν ότι πρέπει να είναι μαζί και άρχισαν να περιμένουν την δύναμη εξ’ ύψους που τους υποσχέθηκε ο Ιησούς.
  Κάποιο πρωί όπως ήταν όλοι μαζί ακούστηκε ένας πάταγος θορύβου και αμέσως το ανώγειο πλημμύρισε φως και σε όλους επάνω ξεχύθηκαν φλόγες φωτιάς και έκατσαν επάνω στου καθενός το κεφάλι. Ήταν φωτιά αλλά δεν καίγονταν. Ξαφνικά είδαν να μαζεύονται πλήθη πολλά κάτω από το σπίτι που έμεναν. Διαπίστωσαν ότι μπορούν και μιλούν γλώσσες που ποτέ δεν έμαθαν και καταλάβαιναν τους ξένους και αυτοί
καταλάβαιναν αυτούς τι τους έλεγαν.
  Αφού συνήλθαν αρκετά τότε βγήκε ο Πέτρος και μίλησε  χωρίς να υπάρχει φόβος στην καρδιά του μίλησε για τον Ιησού και τους είπε άφοβα ότι  Αυτός ήταν ο Μεσσίας και Αυτόν είχαν προαναγγείλει όλοι οι προφήτες και όλες οι προφητείες εκπληρώθηκαν στο πρόσωπό Του και Αυτόν σταύρωσαν και Αυτός αναστήθηκε την Τρίτη ημέρα.
 Όλα αυτά τα έβλεπε και τα άκουγε ο Κίμωνας και πράγματι σαν Ιουδαίος που μελετούσε τους προφήτες και το νόμο ξαφνικά είδε ότι άνοιξαν τα μάτια της ψυχή του και άρχισε να εννοεί πράγματα που του ήταν άγνωστα και δεν τα καταλάβαινε.
Τώρα όλα έλαμπαν μέσα στο πνεύμα του στο μυαλό του και η καρδιά του από χαρά πήγαινε να σπάσει.

Το ταξίδι του Κίμωνα στους συγγενείς του

  Την επομένη μέρα ο Κίμων ανήγγειλε ότι θα κάνει ένα ταξίδι μέχρι την Καπερναούμ σε κάποιους συγγενείς του. Τότε ο Λευή ένας από τους πολλούς εκεί στην παρέα των μαθητών του είπε ότι θα πάει μαζί του και θα κάνουν παρέα στο δρόμο. Πράγματι πήγαν στο πανδοχείο ετοίμασαν τα ζώα και το κάρο αγόρασαν τρόφιμα και ξεκίνησαν. - Αλήθεια εσύ πως βρέθηκες μαζί μας ακόμα δεν το κατάλαβα ρώτησε τον Κίμωνα.
Να σου πω : -εγώ είμαι από την Αλεξάνδρεια και πάντα ήθελα να έρθω να κάνω Πάσχα στην Ιερουσαλήμ κατά το έθιμό μας. Φέτος όλα τρέχανε πριν από μένα για να έρθω. Τόσο πολύ εύκολα μου γίνανε ακόμα και τα οικονομικά μου και οι δουλειές μου μπήκαν σε ένα καλό δρόμο που μπαίνω τώρα σε σκέψεις ότι ίσως αυτό ήταν από το Θεό να βρεθώ να γνωρίσω τον Κύριο μας το Ιησού Χριστό και να πάρω και το Πνεύμα το Άγιο.
   Τώρα πιστεύω ότι ο Θεός με προόριζε γι’ αυτό το θαυμαστό γεγονός να το ζήσω και να δω ότι πράγματι με αξίωσε να δω την ημέρα του ερχομού του Μεσσία και λυτρωτή μου και να λυτρωθώ δια του σταυρού και του αίματος του Κυρίου μας.
  Θέλω αδελφέ μου να πάω στην Αλεξάνδρεια και να αρχίσω να μιλώ για τον θαυμαστό Κύριο που γνώρισα. Αξιώθηκα  να τον ιδώ και να μου μιλήσει.

Η ιστορία του Λευή

  Και ο Λευή του είπε την ιστορία του, ότι κι αυτός ήταν ένας άνθρωπος πολύ δύσκολος, και δεν τολμούσε κανένας να του μιλήσει, στο σπίτι ή στη γειτονιά, τον φοβόντουσαν όλοι, διότι φώναζε πολύ όταν θύμωνε, έκαμνε και τον τοκογλύφο στους συγχωριανούς του που είχαν ανάγκες, και μετά αν δεν είχαν να πληρώσουν εγκαίρως, ανέβαζε τον τόκο και όταν καταλάβαινε, ότι δεν θα τα έπαιρνε εύκολα  τους έκαμνε κατάσχεση ότι είχαν. Πολλές  φορές τους είχε δούλους στο αρχοντικό του, να του δουλεύουν για ένα κομμάτι ψωμί, στα χωράφια του, στα ζώα του.
 Τα είχε καλά με τους Ρωμαίους, και όλοι τον φοβόντουσαν. Έκανε τον φοροεισπράκτορα υπέρ των Ρωμαίων  Έτσι και κάποιος χρωστούσε τον έπνιγε με το να του λέγει ότι αν δεν τον δώσει εγκαίρως το χρέος του θα του τα έπαιρνε όλα μέχρι δεκάρας. Όλοι τον μισούσαν και γύριζαν από εκεί μεριά το πρόσωπο τους όταν τον αντάμωναν. Δεν τον ένοιαζε καθόλου αυτό γιατί και αυτός τους έβλεπε κουρελήδες και νηστικούς και τους περιφρονούσε.
 Όμως μια μέρα από το χωριό του πέρασε ο Ιησούς και όλοι βγήκαν να τον υποδεχτούνε και φυσικά, κι εγώ που ήμουν τόσο πλούσιος μέσα στο χωριό βγήκα όλος χαρά να του καλομιλήσω και να τον φιλοξενήσω. (Λουκάς ιθ:2—8 η ιστορία του Ζακχαίου). Πράγματι ήρθε ο Ιησούς στο χωριό και όπως τα υπολόγιζα έγιναν. Όταν όμως καθίσαμε να φάμε ο Κύριος με κοίταξε στα μάτια και μου είπε : -Λευί όλα καλά όλα ωραία αλλά εδώ, κατοικεί το δαιμόνιο της απληστίας και μαζί του κουβαλά την αδικία, και την τσιγκουνιά δηλαδή εδώ δεν έχεις καθόλου θέση για κανέναν ούτε για μένα παρά για μια λεγεώνα δαιμόνων.
  Και όμως Εγώ ήλθα να σε ελευθερώσω από την μάστιγα αυτή διότι κι εσύ είσαι από τον λαό του Θεού. Γι αυτό,
Δέχτηκα σήμερα το κάλεσμα σου. και σήμερα στο σπίτι σου έγινε σωτηρία. Από δω και πέρα μην αμαρτάνεις πια.
 Έπεσα στα γόνατα μπροστά του  με λυγμούς και εκείνος διέταξε τα δαιμόνια να φύγουν και έφυγαν κι εγώ σαν να ήμουν άλλος άνθρωπος ειρηνικός χωρίς να είμαι πια αυτός που ήμουνα ο απάνθρωπος. Του ζήτησα ταπεινά μια θέση δίπλα του να είμαι αυτός που θα τον υπηρετεί να είμαι μαθητής του και όσους αδίκησα θα τα επιστρέψω με το παραπάνω και όσους είχα δούλους από αδικία μου τους ελευθερώνω Κύριε από τώρα. Τότε  ακολούθησα  τον Κύριο και βοηθούσα πάντα στα έξοδα του φαγητού και όλες τις ανάγκες που είχαν. Και τώρα πάω στο χωριό μου να δω την οικογένεια μου και θα ξαναγυρίσω διότι μέσα στην καρδιά μου έχω πληροφορία ότι θα με χρειαστούν οι μαθητές του και αδελφοί μου πια να φωνάξουμε ότι αυτός  είναι ο Μεσσίας και να τους  στηρίξω έστω οικονομικά. Ξέρεις είμαι πολύ πλούσιος και θέλω να τα μοιραστώ μαζί τους αλλά και τον εαυτό μου να τον δώσω σε υπηρεσία όπου με χρειαστούν. Έτσι μιλώντας πήγαιναν και είχαν χαρά και ειρήνη στην καρδιά που μόνο ο Κύριος με το Πνεύμα Του το Άγιο δίνει.
 Στο δρόμο πολλοί άνθρωποι πήγαιναν προς τα μέρη εκείνα και όλοι μιλούσαν για τα γεγονότα των ημερών του Πάσχα με τον Ιησού. Στην άκρη του δρόμου καθόταν ένας άνθρωπος και ξεκουραζόταν διότι το πόδι του ήταν πολύ χάλια και οι φίλοι του τον άφησαν και προχώρησαν. Ο Κίμων σταμάτησε το κάρο του και τον ρώτησε αν θέλει να ανεβεί επάνω. -Θέλω είπε αλλά μόνος μου δεν θα τα καταφέρω. Τότε μαζί με τον Λευή τον έπιασαν και τον ανέβασαν επάνω.
  Λοιπόν φίλε τι κάνεις σε αυτά τα χάλια και πας ταξίδια; Από πού έρχεσαι και που πηγαίνεις;
Είμαι από την Καπερναούμ και πήγα στα Ιεροσόλυμα να γίνω καλά αλλά δεν πρόφτασα. Με λένε Συμεών. Όταν έπρεπε να γίνω καλά ήμουν εγωιστής και δεν έγινα καλά. Δηλαδή;  είπαν με ένα στόμα οι δύο φίλοι και αδελφοί πια. Να όταν πέρασε ο Ιησούς από την Καπερναούμ εγώ δεν πήγα σ’ αυτόν να με κάνει καλά. Έχασα την ευκαιρία μου να γίνω καλά και όταν είδα κόσμο να έχει γίνει καλά τότε πήγα στα Ιεροσόλυμα αυτή την φορά να τον βρω αλλά είχε πεθάνει και έτσι γυρίζω στο χωριό μου πάλι κουτσός και πονάω που περπατάω και μάλιστα πολλές ημέρες οι φίλοι μου αναγκάστηκαν να  με αφήσουν γιατί τους αργοπορούσα και πηγαίνω όσο μπορώ μόνος μου εδώ και μέρες. -Να πάλι καλά που με πήρατε εσείς διότι για να φτάσω στο χωριό μου με την κατάσταση αυτή θα χειμώνιαζα.

Η αναγγελία της Ανάστασης του Κυρίου στους ανθρώπους και το θαύμα στον άνθρωπο.

  Ώστε πήγες να βρεις τον Ιησού και δεν τον βρήκες και έμαθες ότι πέθανε. Του είπε ο Λευή χαμογελώντας και ο Κίμων και εκείνος χαμογελούσε. -Ναι έτσι μου είπανε και μάλιστα τον σταυρώσανε. Και τίποτα άλλο δεν έμαθες άνθρωπε μου γι’ αυτόν; Όχι σαν τι να μάθαινα; Μόλις μου είπαν ότι πέθανε δεν έχασα καιρό ξεκίνησα αμέσως γιατί ήξερα ότι θα έκανα πολύ καιρό να φτάσω στο χωριό μου. Τώρα πια αφού πέθανε Το μόνο σίγουρο είναι ότι εγώ πληρώνω την απιστία μου και τον εγωισμό μου να μην πάω σ’ αυτόν που έκανε τόσο κόσμο καλά. Μάλιστα είπε ο Λευή.
 Τώρα θα σου πούμε εμείς τα ευχάριστα νέα φίλε μου ΣυμεώνΟ Ιησούς δεν πέθανε ζει αναστήθηκε!  εξάλλου η ζωή πώς να πεθάνει; Ήταν η ζωή. Και  ο θάνατος δεν τον νίκησε.  Ο θάνατος δεν μπόρεσε να τον νικήσει και πώς να τον νικήσει όταν αυτός ήθελε να πεθάνει για μένα για σένα για να μην χρειαστούμε πια το ναό και το αίμα των ταύρων και μοσχαριών να μας ραντίσει ο ιερέας. Τώρα έχουμε αρχιερέα τον Ιησού Χριστό που μεσιτεύει για μας τον Κύριο μας. Πίστεψε σ’ αυτόν και θα σωθείς τον είδαμε εμείς και άλλοι πεντακόσιοι και είναι αλήθεια ζωντανός ο Κύριος. Και ακουμπώντας ο  Λευή τον Συμεών και λέγοντας του ο Κύριος ζει και θα σε κάνει καλά στο όνομα Του σου λέμε το νέο αυτό. Σήκωσε το κεφάλι του και είπε: Κύριε σου αφιερώνουμε τον Συμεών που πιστεύει σε σένα και κατάλαβε την αμαρτία του εγωισμού.. Τότε άρχισε να κλαίει ο Συμεών ότι είναι αμαρτωλός και να τον συγχωρήσει ο Κύριος ότι πιστεύει σ’ αυτό που του είπαν οι δύο φίλοι.
 Και ω! του θαύματος ο Συμεών ξαφνικά είδε το πόδι του να γίνεται καλά και η λεκάνη η κουρασμένη που το κρατούσε ήρθε στην θέση της. Έγινε γερό όπως το άλλο πόδι του. Τότε πήδηξε από το αμάξι και άρχισε να κλαίει και να γελά  να δοξάζει τον Κύριο να το φωνάζει σ’ όλους τους περαστικούς που πήγαιναν στα χωριά τους ακόμα και συγχωριανοί του που τον ήξεραν το βεβαίωναν στους άλλους και στην μέση του δρόμου μαζεύτηκε κόσμος και ο Κίμων με τον Λευή άρχισαν να τους μιλούν για τον Ιησού Χριστό και να τους λένε ότι αυτός είναι ο Μεσσίας που λένε οι προφήτες και μάλιστα υποσχέθηκε να ξαναγυρίσει.
Και όποιος πιστέψει ότι ο Ιησούς είναι αυτός που πέθανε στην θέση όλων μας για τις αμαρτίες μας τότε δεν χρειάζονται ούτε ταύροι ούτε μοσχάρια ή αρνιά και ότι το καταπέτασμα σχίστηκε και δεν χρειάζεται άλλο πια.
Όταν άκουσαν ότι το καταπέτασμα σχίστηκε και φάνηκαν τα Άγια των Αγίων στα ανθρώπινα μάτια έμειναν έκπληκτοι.
 Όλοι θέλανε να μάθουν. Τους έδωσε ο Θεός δια του Πνεύματος και μίλησαν για πολλά πράγματα στο θέμα του Ιησού Χριστού.
  Τώρα όμως όποιος πιστέψει στο όνομα του και τον δεχτεί σωτήρα του και ομολογήσει τις αμαρτίες του Αυτός είναι που θα μεσιτεύει συνεχώς μπροστά στον Πατέρα πια και όχι φοβερό Θεό που ξέρανε από τον νόμο του Μωϋσή o Θεός ο Φοβερός του Όρους Σινά και όποιος ήταν με αμαρτία έκαμνε κρίση. Και ζώο να ακουμπούσε στο βουνό έπεφτε κρίση θανάτου από το Θεό όταν κατέβαινε η νεφέλη στο βουνό.
  Τώρα όμως έχουμε τον Ιησού Χριστό μεσίτη που δείχνει τις πληγές Του μπροστά στον Πατέρα Αυτός είναι το αιώνιο ζωντανό αρνί το σφαγμένο. 
 Τώρα όποιος βαπτιστή στο όνομα του και τον ομολογήσει σωτήρα Του και ομολογήσει ότι ο Χριστός τον έσωσε θα σωθεί και τις  αμαρτίες τους δεν θα της θυμάται πια αλλά θα τις ρίξει στα βάθη των Θαλασσών. Οι καρδιές των ανθρώπων ήρθαν σε κατάνυξη και ομολογούσαν τον Χριστό σωτήρα τους και πίστεψαν ότι ζει ότι πράγματι αναστήθηκε διότι τον είχαν ακούσει να μιλάει να κάνει θαύματα μέχρι και για τον Λάζαρο πολλοί είχαν ακούσει ότι τον ανέστησε. Και μάλιστα πάρα πολλοί πέρασαν από το σπίτι του τον είδαν και άκουσαν την ιστορία του. Πίστεψαν στην ανάσταση Του. Και όλοι μαζί ξεκίνησαν ψάλλοντας από αγαλλίαση και όσο προχωρούσαν τόσο ενώνονταν μαζί τους κόσμος και μάθαιναν ότι ο δάσκαλος ζει αναστήθηκε. Τον είχαν ακολουθήσει μέχρι τα Ιεροσόλυμα και είδαν όλα τα βάσανα που πέρασε στα χέρια των ιερέων και τώρα μαθαίνουν ότι ο θάνατος δεν τον νίκησε και ότι ήταν ζωντανός.
  Χαίρονταν και τους έρχονταν απίστευτο. Και όμως το πίστευαν Ο δάσκαλος ζει είναι πια ο Κύριος τους ο Ιησούς Χριστός. 
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
                               «»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»