6-10-2015--001--ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΟΜΟΡΦΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ---(Μικρό σερίφη) (Νο 890)

Iδού έρχομαι ταχέως !!!

Iδού έρχομαι ταχέως !!! 


001--ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΟΜΟΡΦΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ
(Μικρό σερίφη)    (Νο 890)

ΜΙΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ  ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΦΙΛΟΚΕΡΔΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΥΜΠΟΝΙΑ

Ο ΧΡΥΣΟΘΗΡΑΣ
Είχε φτιάξει την καλύβα του, εδώ και αρκετά χρόνια, πάνω σ’ ένα ύψωμα κοντά στην όχθη του ποταμού. Είχε έρθει σ΄ αυτή την περιοχή μεσόκοπος και τώρα είχε γίνει ένας κοντός αδυνατισμένος γέρος, με μια μακριά κατάλευκη γενειάδα.
 Ολημερίς εδώ και χρόνια ανασκάλευε την άμμο, χειμώνα καλοκαίρι, την κοσκίνιζε, ν’ ανακαλύψει ίχνη χρυσού.
  Κάπου , κάπου εύρισκε λίγη σκόνη κι έτρεχε στο σαλούν του πιο κοντινού χωριού, να προμηθευτεί ουίσκι και τρόφιμα. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού τον γνώριζαν. Σιγά .σιγά απλώθηκε η φήμη ότι ο γέρο – Σαμ Ντόναχιου-  αυτό ήταν το όνομα του-είχε χάσει τα λογικά του. Κάποιος που περνούσε έξω από την καλύβα του ένα βράδυ, άκουσε δυνατά γέλια. Πλησίασε και από μια τρύπα ,είδε τον γέρο Ντόναχιου  ν’ ανασκαλεύει μερικά χαλίκια  και να φωνάζει: «το χρυσάφι μου! Το χρυσάφι μου!». Το είπε στο μπαρ και όλοι ξεκαρδίστηκαν στα γέλια.
  Μερικοί καουμπόης θέλησαν να βεβαιωθούν αν ο γέρο -Ντόναχιου ήταν τρελός   και αρκετά βράδια  πλησίαζαν την καλύβα του κρυφοκοίταζαν. Σχεδόν κάθε βράδυ τον έβλεπαν ν’ ανασκαλεύει μερικά χαλίκια και να χαίρεται λες και άγγιζε χρυσάφι.
   Πέρασε καιρός. Ο γέρο Ντόναχιου είχε αρκετές μέρες να παρουσιαστεί στο μπαρ και πρώτος α0π’ όλους ανησύχησε ο μπάρμαν.
  -τι γίνεται ο Ντόναχιου παιδιά; Έχω πολύ καιρό να τον δω.
  -μήπως πέθανε; Αναρωτήθηκε κάποιος.
Την άλλη μέρα, ένας καουμπόη που έτυχε να περνάει από το ποτάμι, πέρασε από την καλύβα του. Βρήκε  το γέρο Ντόναχιου ξαπλωμένο στο στρώμα του, σε άσχημη κατάσταση. Ήταν άρρωστος και του είχαν τελειώσει τα τρόφιμα.
   -αν θέλει κανένας χριστιανός, ας μου σταλεί λίγο ψωμί, παρακάλεσε τον καουμπόη. Αν μείνω ακόμη λίγο στην καλύβα θα πεθάνω από την πείνα.
  -εσύ φοβάσαι πως θα πεθάνεις από την πείνα; Του είπε γελώντας ο καουμπόη. Με το χρυσάφι που έχεις βρει, μπορείς ν’ αγοράσεις όλη την Καλιφόρνια.
 Και του έδειξε τα χαλίκια που βρίσκονταν στη γωνιά της καλύβας.
  Γύρισε στο χωριό και μπαίνοντας στο μπαρ  είπε στους άλλους καουμπόης ότι ο γέρο Ντόναχιου ήταν άρρωστος και πεινούσε.
  Έτσι σε λίγο, όλο το χωριό μάθαινε για την αρρώστια του γέρο –Ντόναχιου. Όμως κανείς δεν συγκινήθηκε. Κανείς δεν αποφάσισε να τον επισκεφτεί, να του δώσει λίγο ψωμί, να τον περιποιηθεί, να του πει δύο παρήγορα λόγια. Στο κάτω , κάτω   γιατί να ενδιαφερθούν; Ο Ντοναχιου ήταν γέρος και αργά ή γρήγορα θα πέθαινε.
  Αλλά ‘όχι…Υπήρχε κάποιος που τον συμπόνεσε το γέρο Ντόναχιου. Ήταν μια φτωχή γυναίκα μια χήρα. Ο άντρας της είχε πεθάνει πριν ένα χρόνο και της είχε αφήσει τρία παιδιά. Ήταν δυστυχισμένη γυναίκα αγωνιζόταν με πολύ κόπο να ζήσει.
  Όταν έμαθε για την αρρώστια του γέρο Ντόναχιου ,έβαλε ένα πανέρι λίγα τρόφιμα και ξεκίνησε για την καλύβα του. Βογγητά  ήρθαν ως στ’ αυτιά της. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε.
 -Ποιος είναι; Ρώτησε ο γέρος.
Τον πλησίασε και του άφησε το πανέρι δίπλα του.
-Σου έφερα λίγα τρόφιμα ,του είπε. Είναι ντροπή να σ’ αφήσουμε να πεθάνεις από την πείνα.
 Τα μάτια του γέρου βούρκωσαν.
-λίγο ακόμα και θα πέθαινα από την πείνα, της είπε. Σε παρακαλώ ,η στάμνα μου με το νερό είναι άδεια. Μπορείς να την γεμίσεις.
Η γυναίκα του έφερε νερό, τον περιποιήθηκε και του υποσχέθηκε ότι θα πήγαινε κάθε μέρα να τον βλέπει ώσπου  να γίνει καλά.
 -Ο Θεός να σ’ εχει καλά της είπε ο γέρος. Εσένα και τα παιδιά σου. Ξέρω πως είσαι η πιο φτωχή γυναίκα μέσα στο χωριό και όμως εσύ συγκινήθηκες κι ήρθες να με βοηθήσεις. Ο Θεός να σ’ έχει καλά.
 Πέρασαν μερικές μέρες ακόμα. Οι κάτοικοι του χωριού που έμαθαν  ότι η φτωχή γυναίκα περιποιόταν τον γέρο, άρχισαν να την κοροϊδεύουν.
- όταν πεθάνει θα σου αφήσει τα χαλίκια! Της έλεγαν γελώντας.  Εσύ  δεν έχεις ψωμί να ταΐσεις τα παιδιά σου ,γιατί τα δίνεις στο γέρο; 
 -Γιατί τον λυπάμαι απαντούσε η γυναίκα. Αν ξέρατε ότι είχε χρυσάφι θα τρέχατε όλοι να τον περιποιηθείτε. Τώρα που είναι φτωχός δεν του δίνεται σημασία. Είσαστε άσπλαχνοι και ο Θεός θα σας τιμωρήσει.
  Ένα βράδυ ο γέρο Ντόναχιου που δεν είχε σηκωθεί από το στρώμα του, είπε στη γυναίκα:
  -δεν αισθάνομαι καλά της είπε. Σύντομα θα πεθάνω. Μα δεν στενοχωριέμαι γι αυτό.
-Είμαι μονάχος στη ζωή δεν έχω κανένα συγγενή και κανείς δεν θα λυπηθεί για το θάνατο μου. Άκουσε καλή μου γυναίκα. Πάρε αυτό το χαρτί…
Και της έδωσε ένα γραμμένο χαρτί.
-Τι είναι αυτό;  Τον ρώτησε η γυναίκα.
-Είναι η διαθήκη μου.  Γράφω ότι αφήνω σε σένα και τα παιδιά σου όλο το χρυσάφι μου. Από αυτή τη στιγμή είναι δικό σου.
Μπορείς κάθε βράδυ να έρχεσαι να γεμίζεις το πανέρι σου.
Σε τρία βράδια θα το κουβαλήσεις στο σπίτι σου, χωρίς να σε πάρει κανένας είδηση. Φρόντισε να φύγεις από αυτό το χωριό μαζί με το χρυσάφι. Θα ζήσετε πλούσια κι ευτυχισμένα, σ’ όλη σας τη ζωή…
-Μα  έκανε η γυναίκα…τα χαλίκια…
-ξέρω , ξέρω της είπε ο γέρος. Όλοι νομίζουν πως είμαι τρελός. -Ε, λοιπόν παραμέρισε τα χαλίκια και θα δεις.
 Η γυναίκα παραμέρισε τα χαλίκια και μια κραυγή βγήκε από τα χείλη της… ατόφιο χρυσάφι! Κι αυτό το χρυσάφι ήταν δικό της!
  Αυτό το χρυσάφι το κέρδισε με λίγο ψωμί και λίγη στοργή που πρόσφερε σ’ έναν δυστυχισμένο και μοναχό γέρο.

Τέλος