01-ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΥΧΙΚΟΣ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ-ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2006 06 Με το φως της Γραφής



01-ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΥΧΙΚΟΣ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ-ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2006
                 06
  Με το φως της Γραφής

Η Ευλογία
   στην Καινή Διαθήκη    Σε πολλά εδάφια της Παλαιάς Διαθήκης, ο Θεός παρουσιάζεται να ευλογεί είτε μεμονωμένα άτομα της αρχαίας εποχής είτε το λαό Ισραήλ ως σύνολο ή να υπόσχεται ότι θα τους ευλογήσει στο μέλλον. Πολλοί Χριστιανοί παίρνουν αυτά τα χωρία και προσπαθούν να τα εφαρμόσουν στους πιστούς της Νέας Διαθήκης. Στην συνέχεια άλλοι απορούν που όσα αναγράφονται εκεί δεν συμβαίνουν και στη δική τους ζωή... άλλοι πάλι φορτώνονται “ενοχές”, επειδή θεωρούν ότι υπάρχει πρόβλημα στη σχέση τους με τον Θεό και γι’ αυτό δεν βλέπουν στις ημέρες τους «τα μπερεκέτια (ευλογίες) του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ».


    Παρατηρούμε, εντούτοις, ότι παρόμοια εδάφια απουσιάζουν από την Καινή Διαθήκη. Γιατί; Αυτή η έλλειψη μας οδήγησε να κάνουμε μια σχετική έρευνα στη Βίβλο και, όπως αποδείχθηκε, τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά από την παραπάνω αντίληψη.

    Τι δείχνει η έρευνα Ιδού, λοιπόν, τι έδειξε η έρευνά μας:
    (Α) Ως προς την σημασία,

    οι λέξεις «ευλογέω» και «ευλογία» προέρχονται από το πρόθεμα «ευ» (=καλό) και το ουσιαστικό «λόγος». (Βλέπε πλαίσιο).


        Ευλογία – Ευλογώ [Από το Λεξικό «Πάπυρος»]

        Ευλογώ – 1. επαινώ, εγκωμιάζω, υμνώ, δοξάζω, δοξολογώ («ευλογούμεν τον Θεόν και Πατέρα», ΚΔ)· (για τον Θεό ή για ανθρώπους) δίνω την ευλογία μου, την ευχή μου· λέω καλούς λόγους για κάποιον^ απαγγέλλω πανηγυρικό^ επαινώ δικαίως^ τιμώ κάποιον^ (παθ.) ευλογούμαι· επαινούμαι, απολαμβάνω τον έπαινο ή την τιμή κάποιου.


        Ευλογία – Λόγος που προέρχεται από τον Θεό και παρέχει ευτυχία («ευλογία Κυρίου επί κεφαλήν δικαίου», ΠΔ)^ η πράξη, η έκφραση της ευλογίας, η ευχετική εκδήλωση («επάξω επ’ εμαυτόν κατάραν, ουκ ευλογίαν», ΠΔ)· (αρχ.) ωραίος λόγος, καλή, ωραία έκφραση («ευλογία και ευαρμοστία και... ευρυθμία», Πλάτ.)· ευηχία λόγου· ευπρέπεια, κοσμιότητα εκφράσεως· επαινετικός λόγος, έπαινος, εγκώμιο· καλή φήμη, αγαθή υπόληψη, δόξα («αγήραντος ευλογία», Σιμων.)· πιθανολογία, ευλογοφάνεια^ ευμενής, αυτοπροαίρετη παροχή αγαθών («ίνα... προκαταρτίσωσι... την ευλογίαν υμών», ΚΔ)· άφθονη παροχή, πλούσια συγκομιδή («ο σπείρων επ’ ευλογίαις και θερίσει», ΚΔ). (νεοελλ.) η ευχή που δίνεται από ηλικιωμένα μέλη της οικογένειας ή από οποιονδήποτε ηλικιωμένο προς νεότερους («το παιδί προοδεύει γιατί έχει την ευλογία του πατέρα») αφθονία αγαθών, πλούτος η μεγάλη δεξιότητα σε κάτι, ταλέντα («ευλογία του Θεού»)· (μσν.) ευμενής προς κάποιον διάθεση του Θεού που φέρνει αγαθά^ευχή, ευχετική έκφραση. Αντίθετο από την κατάρα.

         (Β) Ως προς την χρήση,

    όσον αφορά τις Άγιες Γραφές, η λέξη "ευλογία" εκτός των Ευαγγελίων στα γραπτά της Κ.Δ. αναφέρεται ελάχιστες φορές (αντίθετα από τη συχνότητα της Παλαιάς Διαθήκης). Στις περισσότερες δε από αυτές πρόκειται για δανεισμό χωρίων της Π.Δ. ή αναφορά σε γεγονότα της Π.Δ., όπως π.χ. όταν ο Θεός υπόσχεται στον Αβραάμ ότι μέσω του σπέρματός του θα ευλογήσει όλα τα έθνη της γης. Επίσης χρησιμοποιείται, σε μερικές μόνο φορές, για να περιγράψει την έκφραση καλών λόγων εκ μέρους ανθρώπων.

        Ευλογημένος – Ευλογητός

        Ευλογημένος – Η μτχ. παθ. παρακμ. ευλογημένος, αυτός που έχει ευλογία από τον Θεό («ευλογημένη συ εν γυναιξί», ΚΔ)· δοξασμένος.

        Ευλογητός – Τα επίθετα με κατάληξη “-ητος” σημαίνουν ότι το αντικείμενο αξίζει, του ταιριάζει, το αναφερόμενο (π.χ. μισητός=αυτός που αξίζει μίσος, αξιαγάπητος=αυτός που αξίζει να τον αγαπούν, μαχητός=αυτός που ταιριάζει να πολεμηθεί, λατρευτός=αυτός που αξίζει να λατρευτεί κ.ο.κ.). Με αυτή την έννοια ευλογητός είναι εκείνος που του ταιριάζει να λαβαίνει ευλογία υπό την έννοια του επαίνου και της δοξολογίας. 

        Στα βιβλικά κείμενα σε όλες ανεξεραίτως τις περιπτώσεις το «ευλογητός» αποδίδεται αποκλειστικά και μόνο στον Θεό Πατέρα επειδή κανένας άλλος δεν είναι εγγενώς άξιος τέτοιου επαίνου. – Μοναδική πιθανή εξαίρεση αποτελεί το Ρωμ. 9/θ/5, όπου ίσως αποδίδεται και στον Χριστό.
         Ας προσέξουμε το παράδειγμα όπου ο Μελχισεδέκ αναφέρεται στον Αβραάμ ως «ευλογημένο» –επειδή είχε δεχθεί την ευλογία του Θεού– αλλά στον Θεό ως «ευλογητό» –επειδή Του αξίζει δικαιωματικά η ευλογία αφού είναι ο Ύψιστος. [«Ευλογημένος ο Άβραμ παρά του Θεού του Υψίστου, όστις έκτισε τον ουρανόν και την γην· και ευλογητός ο Θεός ο Ύψιστος όστις παρέδωκε τους εχθρούς σου εις την χείρα σου» (Γεν. 14/ιδ/19-20)].
         Συνεπώς, είναι λάθος να λέμε ή να γράφουμε «ευλογητή συνάθροιση, ευλογητή συντροφιά, ευλογητή μελέτη κ.λπ.). Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η σωστή λέξη θα ήταν “ευλογημένη”, και σίγουρα όχι “ευλογητή”.

  Σχετικά με τους χριστιανούς, στην πραγματικότητα υπάρχουν δύο μόνο ευλογίες:

    (1) Εκείνη που αφορά τις προεκτάσεις της ευλογίας προς τον Αβραάμ, η οποία μεταφέρεται στους πιστούς μέσω της πίστης στον Θεό διά του Χριστού.
     (2) Εκείνη που έχει ήδη γίνει από τον Θεό σε χρόνο παρελθόντα και πρόκειται να την απολαύσουμε οι πιστοί στο μέλλον στα πλαίσια της Βασιλείας του Θεού.


    Για τον παρόντα χρόνο, όμως, πουθενά στην Κ.Δ. δεν βλέπουμε τους Αποστόλους να “ευλογούν” συνανθρώπους τους, να τους μεταφέρουν κάποια “ευλογία” ή “ειδική ευχή”, όπως κατά κόρον κάνουν διάφοροι κληρικοί, επειδή εκ μέρους του Θεού ό,τι ήταν να κάνει για μας το έχει ήδη κάνει και αναμένεται από τους πιστούς να το εκτιμήσουν, να το ποθήσουν και να το λάβουν.


 ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ ΣΤΟ ΝΟΎΜΕΡΟ 02