1-12--2015--- Πράξεις 7---- 1 Και ο αρχιερέας είπε: Έτσι έχουν, πραγματικά, όλα αυτά;




Πράξεις 7
1 Και ο αρχιερέας είπε: Έτσι έχουν, πραγματικά, όλα αυτά;

2 Και εκείνος είπε: Άνδρες αδελφοί και πατέρες, ακούστε: Ο Θεός τής δόξας φάνηκε στον πατέρα μας τον Αβραάμ, όταν ήταν στη Μεσοποταμία, πριν κατοικήσει στη Χαρράν,
3 και του είπε: «Βγες έξω από τη γη σου και τη συγγένειά σου, και έλα στη γη που θα σου δείξω».
4 Τότε, αφού βγήκε έξω από τη γη των Χαλδαίων, κατοίκησε στη Χαρράν. Και από εκεί, μετά τον θάνατο του πατέρα του, τον μετοίκισε σε τούτη τη γη, στην οποία εσείς τώρα κατοικείτε.
5 Και δεν του έδωσε κληρονομιά μέσα σ' αυτή, ούτε ένα βήμα ποδιού· υποσχέθηκε, όμως, ότι θα του τη δώσει ως κτήμα του, και στο σπέρμα του ύστερα απ' αυτόν, ενώ παιδί δεν είχε.
6 Και ο Θεός μίλησε σ' αυτόν ως εξής: «Ότι το σπέρμα του θα είναι πάροικο μέσα σε ξένη γη, και θα το υποδουλώσουν, και θα το καταθλίψουν για 400 χρόνια·
7 και το έθνος, στο οποίο θα καταδουλωθεί, εγώ θα το κρίνω, είπε ο Θεός· και ύστερα απ' αυτά θα βγουν έξω, και θα με λατρεύσουν σε τούτο τον τόπο».

8 Και του έδωσε μια διαθήκη περιτομής· και έτσι, γέννησε τον Ισαάκ, και του έκανε περιτομή την όγδοη ημέρα· και ο Ισαάκ γέννησε τον Ιακώβ, και ο Ιακώβ τούς δώδεκα Πατριάρχες.
9 Και οι Πατριάρχες, επειδή φθόνησαν τον Ιωσήφ, τον πούλησαν στην Αίγυπτο· ο Θεός, όμως, ήταν μαζί του.
10 Και τον ελευθέρωσε από όλες τις θλίψεις του, και του έδωσε χάρη και σοφία μπροστά στον Φαραώ, τον βασιλιά τής Αιγύπτου, ο οποίος τον έκανε κυβερνήτη επάνω στην Αίγυπτο και σε όλο το παλάτι του.

11 Ήρθε, όμως, πείνα επάνω σε ολόκληρη τη γη τής Αιγύπτου και της Χαναάν, και μεγάλη θλίψη· και οι πατέρες μας δεν έβρισκαν τροφές.
12 Και ακούγοντας ο Ιακώβ ότι υπήρχε σιτάρι στην Αίγυπτο, έστειλε μια πρώτη φορά τούς πατέρες μας.
13 Και κατά τη δεύτερη φορά ο Ιωσήφ φανερώθηκε στους αδελφούς του, και το γένος τού Ιωσήφ φανερώθηκε στον Φαραώ.
14 Και ο Ιωσήφ, αφού έστειλε, κάλεσε κοντά του τον πατέρα του, τον Ιακώβ, και ολόκληρη τη συγγένειά του, 75 ψυχές.
15 Και ο Ιακώβ κατέβηκε στην Αίγυπτο, και πέθανε εκεί αυτός και οι πατέρες μας.
16 Και μετακομίστηκαν στη Συχέμ, και τέθηκαν στο μνήμα, που ο Αβραάμ, πληρώνοντας ασήμι, είχε αγοράσει από τους γιους τού Εμμώρ, του πατέρα τού Συχέμ.
17 Και καθώς πλησίαζε ο καιρός τής υπόσχεσης, που ο Θεός είχε ορκιστεί στον Αβραάμ, ο λαός αυξήθηκε και πλήθυνε μέσα στην Αίγυπτο·
18 μέχρις ότου ένας άλλος βασιλιάς σηκώθηκε, που δεν ήξερε τον Ιωσήφ.
19 Αυτός, αφού σοφίστηκε δόλιους τρόπους ενάντια στο γένος μας, κατέθλιψε τους πατέρες μας, ώστε να κάνει να ρίχνονται στον ποταμό τα βρέφη τους, για να μη μένουν στη ζωή.
20 Κατά τον καιρό εκείνο γεννήθηκε ο Μωυσής, και είχε θείο κάλλος· ο οποίος ανατράφηκε τρεις μήνες στο σπίτι τού πατέρα του.

21 Και αφού ρίχτηκε στον ποταμό τον ανέσυρε η θυγατέρα τού Φαραώ, και τον ανέθρεψε για να είναι γιος της.
22 Και ο Μωυσής διδάχθηκε ολόκληρη τη σοφία των Αιγυπτίων· και ήταν δυνατός σε λόγια και σε έργα.
23 Και ενώ τελείωνε τον 40ό χρόνο τής ηλικίας του, ήρθε στην καρδιά του να επισκεφθεί τούς αδελφούς του, τους γιους Ισραήλ.
24 Και όταν είδε κάποιον να αδικείται, τον υπερασπίστηκε, και έκανε εκδίκηση για χάρη τού καταθλιβόμενου, χτυπώντας τον Αιγύπτιο.


25 Νόμιζε δε ότι οι αδελφοί του θα καταλάβαιναν ότι ο Θεός διαμέσου αυτού δίνει σ' αυτούς σωτηρία· εκείνοι, όμως, δεν κατάλαβαν.
26 Και την ακόλουθη ημέρα φάνηκε σ' αυτούς, ενώ μάχονταν, και τους παρακίνησε σε ειρήνη, λέγοντας: Άνθρωποι, εσείς είστε αδελφοί· γιατί αδικείτε ο ένας τον άλλον;
27 Και εκείνος που αδικούσε τον πλησίον του, τον έσπρωξε, λέγοντας: Ποιος σε έβαλε άρχοντα ή δικαστή επάνω μας;
28 Μήπως εσύ θέλεις να με φονεύσεις με τον τρόπο που χθες φόνευσες τον Αιγύπτιο;
29 Τότε, ο Μωυσής έφυγε εξαιτίας αυτού τού λόγου, και έγινε πάροικος στη γη Μαδιάμ, όπου γέννησε δύο γιους.
30 Και αφού συμπληρώθηκαν 40 χρόνια, άγγελος του Κυρίου φάνηκε σ' αυτόν στην έρημο του βουνού Σινά, μέσα σε φλόγα μιας βάτου που καιγόταν.
31 Και ο Μωυσής όταν το είδε, θαύμασε για το όραμα· και ενώ πλησίαζε για να παρατηρήσει, ήρθε η φωνή τού Κυρίου σ' αυτόν:
32 «Εγώ είμαι ο Θεός των πατέρων σου, ο Θεός τού Αβραάμ, ο Θεός τού Ισαάκ, και ο Θεός τού Ιακώβ». Και, τότε, ο Μωυσής, καθώς έγινε έντρομος, δεν τολμούσε να παρατηρήσει.
33 Και ο Κύριος είπε σ' αυτόν: «Λύσε το υπόδημα των ποδιών σου· επειδή, ο τόπος επάνω στον οποίο στέκεσαι, είναι άγια γη».
34 «Είδα, είδα την ταλαιπωρία τού λαού μου, που είναι στην Αίγυπτο, και άκουσα τον στεναγμό τους, και κατέβηκα για να τους ελευθερώσω· και τώρα, έλα, θα σε στείλω στην Αίγυπτο».
35 Τούτον τον Μωυσή που αρνήθηκαν, λέγοντας: Ποιος σε κατέστησε άρχοντα ή δικαστή; Τούτον ο Θεός έστειλε αρχηγό και λυτρωτή διαμέσου του αγγέλου που φάνηκε σ' αυτόν στη βάτο.
36 Αυτός τούς έβγαλε, αφού έκανε τέρατα και σημεία μέσα στη γη τής Αιγύπτου, και στην Ερυθρά Θάλασσα, και μέσα στην έρημο για 40 χρόνια.
37 Αυτός είναι ο Μωυσής, που είπε στους γιους Ισραήλ: «Προφήτην από τους αδελφούς σας θα σηκώσει σε σας ο Κύριος ο Θεός σας, όπως εμένα· αυτόν θα ακούτε».
38 Αυτός είναι που, στην εκκλησία μέσα στην έρημο, στάθηκε μαζί με τον άγγελο που του μιλούσε στο βουνό Σινά, και μαζί με τους πατέρες μας, και παρέλαβε τα ζωοποιά λόγια, για να τα δώσει σε μας.
39 Στον οποίο οι πατέρες μας δεν θέλησαν να υπακούσουν, αλλά τον απώθησαν, και μέσα στις καρδιές τους στράφηκαν στην Αίγυπτο,
40 λέγοντας στον Ααρών: «Κάνε σε μας θεούς, που θα προπορεύονται από μας· επειδή, αυτός ο Μωυσής, που μας έβγαλε από τη γη τής Αιγύπτου, δεν ξέρουμε τι του συνέβηκε».
41 Και κατά τις ημέρες εκείνες κατασκεύασαν ένα μοσχάρι, και πρόσφεραν θυσία στο είδωλο, και ευφραίνονταν στα έργα των χεριών τους.


42 Γι' αυτό, ο Θεός έστρεψε και τους παρέδωσε στο να λατρεύσουν τη στρατιά τού ουρανού, όπως είναι γραμμένο στο βιβλίο των προφητών: «Μήπως προσφέρατε σε μένα σφάγια και θυσίες 40 χρόνια στην έρημο, ω οίκος Ισραήλ;
43 Μάλιστα, αναλάβατε τη σκηνή τού Μολόχ, και το αστέρι τού θεού σας Ρεμφάν, τα ομοιώματα που κάνατε για να τα προσκυνάτε· γι' αυτό, θα σας μετοικίσω πιο πέρα» από τη Βαβυλώνα.
44 Η σκηνή τού μαρτυρίου ήταν μαζί με τους πατέρες μας μέσα στην έρημο, όπως διέταξε εκείνος που μιλούσε στον Μωυσή για να την κατασκευάσει, σύμφωνα με τον τύπο που είχε δει·
45 την οποία και παίρνοντάς την οι πατέρες μας, την έφεραν μαζί με τον Ιησού στη γη των εθνών, που κατέκτησαν, τα οποία ο Θεός έβγαλε μπροστά από τους πατέρες μας, μέχρι τις ημέρες τού Δαβίδ·
46 ο οποίος βρήκε χάρη μπροστά στον Θεό, και ευχήθηκε να βρει κατοικία για τον Θεό τού Ιακώβ.
47 Ο Σολομώντας, όμως, του έκτισε οίκο.
48 Αλλά, ο Ύψιστος δεν κατοικεί σε χειροποίητους ναούς, όπως λέει ο προφήτης:
49 «Ο ουρανός είναι ο θρόνος μου, η δε γη το υποπόδιο των ποδιών μου· ποιον οίκο θα οικοδομήσετε σε μένα; λέει ο Κύριος· ή, ποιος είναι ο τόπος τής ανάπαυσής μου;
50 Όλα αυτά δεν τα έκανε το χέρι μου;».
51 Σκληροτράχηλοι και απερίτμητοι στην καρδιά και στα αυτιά, εσείς όλοι πάντοτε αντιτάσσεστε ενάντια στο Άγιο Πνεύμα· όπως οι πατέρες σας, έτσι κι εσείς.
52 Ποιον από τους προφήτες δεν έθεσαν υπό διωγμόν οι πατέρες σας; Μάλιστα, φόνευσαν εκείνους που τους προανήγγειλαν για την έλευση του Δικαίου, του οποίου εσείς τώρα γίνατε προδότες και φονιάδες·
53 οι οποίοι πήρατε τον νόμο διαμέσου αγγέλων, και δεν τον φυλάξατε.

54 Και όταν τα άκουγαν αυτά κατακόβονταν οι καρδιές τους, και έτριζαν τα δόντια τους εναντίον του.
55 Ο δε Στέφανος, πλήρης καθώς ήταν από Πνεύμα Άγιο, ατενίζοντας στον ουρανό, είδε τη δόξα τού Θεού, και τον Ιησού να στέκεται από τα δεξιά τού Θεού,
56 και είπε: Να! θωρώ τους ουρανούς ανοιγμένους, και τον Υιό τού ανθρώπου να στέκεται από τα δεξιά τού Θεού.
57 Τότε, αφού φώναξαν με δυνατή φωνή, έφραξαν τα αυτιά τους, και όρμησαν ως μια ψυχή εναντίον του.
58 Και αφού τον έβγαλαν έξω από την πόλη, τον λιθοβολούσαν. Και οι μάρτυρες απέθεσαν τα ιμάτιά τους στα πόδια ενός νεανία, που ονομαζόταν Σαύλος.
59 Και λιθοβολούσαν τον Στέφανο, που επικαλείτο και έλεγε: Κύριε Ιησού, δέξου το πνεύμα μου.
60 Και αφού γονάτισε, φώναξε με δυνατή φωνή: Κύριε, μη τους λογαριάσεις αυτή την αμαρτία· και καθώς το είπε αυτό, κοιμήθηκε.