2--11-2015---------ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ-ΤΥΧΙΚΟΣ ΙΟΥΛΙΟΣ-ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ—2003------ Μη σκοτώνετε τη γλώσσα Επιείκεια – Μια παρεξηγημένη λέξη

Μη σκοτώνετε τη γλώσσα
Επιείκεια –

Μια παρεξηγημένη λέξη
Χωρίο ιδιαίτερα αγαπητό σε ορισμένους πιστούς –ιδιαίτερα εκείνους με ήπιο χαρακτήρα– είναι αυτό στο οποίο ο Παύλος λέει: «Η επιείκειά σας ας γείνη γνωστή εις πάντας τους ανθρώπους» (Φιλιπ. 4/δ/5). Μάλιστα το επικαλούνται κάθε φορά που θέλουν να παραβλέψουν κάτι κακό, να μην πάρουν θέση και να μην εκφέρουν γνώμη, υποστηρίζοντας πως έτσι “δείχνουν επιείκεια”. Είναι όμως σωστή αυτή η αντίληψη;
 Στην πορεία του χρόνου συχνά οι λέξεις αλλάζουν σημασία, αρκετές φορές μάλιστα τόσο πολύ ώστε να σημαίνουν ακόμη και το αντίθετο από ό,τι στην αρχαιότητα. Όταν όμως μελετούμε τα ιερά κείμενα, τα οποία έχουν γραφτεί χιλιάδες χρόνια πριν, είναι μέγιστης σημασίας να γνωρίζουμε σωστά τι είχε στο νου του ο συγγραφέας όταν επέλεξε την κάθε λέξη που χρησιμοποίησε και την οποία εμείς καλούμαστε να ερμηνεύσουμε.
 Όπως θα δούμε στη συνέχεια, αυτό έχει συμβεί και με τη λέξη «επιείκεια», η σημασία της οποίας στη γλώσσα της Αγίας Γραφής ήταν αρκετά διαφορετική από αυτό που εννοούμε εμείς σήμερα.
 
Στην εποχή μας όταν οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τη λέξη «επιείκεια», τις περισσότερες φορές υπονοούν ΑΠΟΚΛΙΣΗ από το δίκαιο και πάντα προς το μέρος του υπόλογου. Να μερικά παραδείγματα:
 • Η μητέρα παρακαλεί τον δάσκαλο “να δείξει επιείκεια” στο παιδί της και να μην το βαθμολογήσει όπως πραγματικά του αξίζει αλλά με ΑΝΩΤΕΡΟ βαθμό... • Ο δικηγόρος καλεί τον δικαστή “να δείξει επιείκεια” και να μην επιβάλλει στον κατηγορούμενο την ποινή που ορίζει ο νόμος αλλά να τη μειώσει όσο αυτό είναι δυνατό – γιατί όχι και να τον αθωώσει... • Ο παραβάτης οδηγός παρακαλεί τον τροχονόμο “να δείξει επιείκεια” και να μην σημειώσει την πραγματική ταχύτητα με την οποία έτρεχε, προκειμένου να πληρώσει μικρότερο πρόστιμο... Με άλλα λόγια ζητούμε να γίνει μια ΑΔΙΚΙΑ σε βάρος του νόμου και του δικαίου.
  Είναι αυτό όμως το μήνυμα που θέλει να μας μεταδώσει η Αγία Γραφή; Ταιριάζει κάτι τέτοιο στον χαρακτήρα του Θεού μας, τον οποίο καλούμαστε να μιμηθούμε; Και αν όχι, θα μπορούσε ποτέ ο απόστολος του Χριστού να μας καλέσει να ενεργήσουμε με τέτοιο τρόπο; Αλλά και εξωβιβλικά αν εξετάσουμε το ζήτημα, πάλι ελέγχεται λάθος σύμφωνα με τη γλώσσα και τη λογική.
  Ετυμολογικά η λέξη επιείκεια[*] είναι σύνθετη^ και προέρχεται από τον τύπο <επί+εικής> (πρόθεση επί και μετοχή εικής από το έοικα και επέοικα, που σημαίνει `προσήκω, αρμόζω’), και δηλώνει τη σημασία του πρέποντος (πρβλ. την έκφραση `εικός εστί’=είναι φυσικό, είναι πρέπον). Αντίθετο με το επιεικής είναι το αεικής=απρεπής.

Όσα γράφονται παραπάνω υποστηρίζονται από τα Λεξικά που λένε:

επιείκεια: Συγκαταβατικότητα, μετριοπάθεια, κρίση ή τιμωρία με ηπιότητα || (αρχ.μεσ.) 1. τήρηση του μέτρου, σύνεση· 2. καλοσύνη, αγαθότητα || (αρχ.) 1. το λογικό, το εύλογο («λόγος έχει επιείκειάν τινα»)· 2. (για προσ.) ευθύτητα στη συμπεριφορά απέναντι σε κάποιον («η επιείκεια προς τους μέλλοντας επιτηδείους», Θουκ.) (ΠΑΠΥΡΟΥ).

επιείκεια: Ευγένεια (Πράξ. 24/4, Β~ Κορ. 10/1). Προσεκτική σκέψη που πηγάζει από την αναγνώριση του κινδύνου που πάντα κρύβεται να εφαρμοστούν τα νομικά δικαιώματα σε όρια που ξεπερνούν το ηθικό. Η αρετή που εξασφαλίζει και διορθώνει την αυστηρότητα μιας απόφασης. (ΖΩΔΙΑΤΗ).

Από μια άποψη η λέξη επιεικής φαίνεται ότι αντιτίθεται στο δίκαιος (=αυτός που εφαρμόζει αυστηρά τον νόμο). Είναι ευνόητο, εντούτοις, ότι στην πραγματικότητα η επιείκεια όχι μόνο δεν αναφέρεται σε απόκλιση από το δίκαιο αλλά μάλλον επιδιώκει την κατά το δυνατόν ορθότερη επιβολή του, προστατεύοντας και τον κρίνοντα αλλά και τον κρινόμενο από τις υποκειμενικές υπερβολές που συνήθως εκδηλώνει η ελαττωματική ανθρώπινη φύση.

Είναι ενδιαφέρον ότι ο φιλόσοφος Αριστοτέλης στο σύγγραμμά του «Ηθικά Νικομάχεια» (1137:α,β, 1138:α,β) διαθέτει ολόκληρο κεφάλαιο στο οποίο κάνει λεπτομερή ανάλυση των λεπτών διαφορών ανάμεσα στο δίκαιο και την επιείκεια. Οι κυριότερες σκέψεις του μεταφέρονται παρακάτω σε απλή γλώσσα.
 
Ο Αριστοτέλης αρχίζει με μια λογική παρατήρηση:

Κάποιες φορές επαινούμε το επιεικές και τον επιεική άνθρωπο με τρόπο ώστε να μεταχειριζόμαστε την λέξη αυτή αντί της λέξης αγαθό, δηλώνοντας με αυτό τον τρόπο ότι το επιεικές είναι ανώτερο (του αγαθού), άλλες φορές όμως –αν ακολουθήσουμε την λογική– φαίνεται άτοπο ότι το επιεικές είναι άξιο για να επαινεθεί παρά το ότι διαφέρει από το δίκαιο. Επειδή ή το δίκαιο δεν είναι σπουδαίο ή το επιεικές δεν είναι δίκαιο ή, αν είναι και τα δύο σπουδαία, θα είναι ένα και το αυτό.

Στη συνέχεια σκέπτεται:
 
(...) το επιεικές είναι μεν δίκαιο, αλλά όχι κατά την έννοια του νόμου, αλλά σαν επανόρθωση του δικαίου που αποδίδεται κατά το γράμμα του νόμου. Η αιτία προκύπτει από το γεγονός ότι κάθε νόμος είναι γενικός και ότι είναι αδύνατο να εκδίδονται σωστές διατάξεις για ειδικά θέματα με ένα γενικό νόμο. Εκεί λοιπόν που υπάρχει η ανάγκη μιας νομικής διάταξης, ο νόμος παίρνει υπόψη του τον μεγαλύτερο αριθμό των περιπτώσεων, χωρίς να αγνοεί το τρωτό σημείο που υπάρχει εδώ. (...) Συνεπώς όταν παρουσιάζεται κάποια ειδική περίπτωση που δεν προβλέπεται από τις γενικές διατάξεις του νόμου, τότε είναι ορθό να συμπληρωθεί η έλλειψη αυτή, πράγμα που θα έκανε και ο ίδιος ο νομοθέτης αν την είχε προβλέψει και θα την είχε περιλάβει στο νόμο. Γι' αυτό το επιεικές είναι δίκαιο και μάλιστα καλύτερο από κάποιο συγκεκριμένο δίκαιο, [διό δίκαιον μεν εστιν, και βέλτιον τινος δικαίου] όχι όμως από το δίκαιο με τη γενική έννοια αλλά μόνο από εκείνο το δίκαιο που είναι ελλιπές εξαιτίας της γενικότητας του νόμου.

Και καταλήγει:
 
Ο επιεικής είναι εκείνος που επιλέγει και ασκεί το δίκαιο, αποφεύγοντας να εφαρμόζει κατά γράμμα το νόμο προς βλάβη των συνανθρώπων του (αλλά επιζητεί να λάβει υπόψη του όλες τις ειδικές παραμέτρους) καλύπτοντας έτσι τις παραλήψεις του νόμου. Και συνεπώς η επιείκεια δεν είναι κάποια άλλη πρακτική αλλά μια πληρέστερη μορφή της δικαιοσύνης.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, λοιπόν, είναι προφανές πως όταν ο λόγος του Θεού καλεί τον πιστό να είναι «επιεικής», δεν του ζητά να γίνει ΑΔΙΚΟΣ, αλλά μάλλον να είναι ΔΙΚΑΙΟΣ κατά το πνεύμα και όχι το γράμμα του νόμου.

Ολα αυτά μπορούν να επαληθευτούν στη συνέχεια αν προσέξουμε τα διάφορα χωρία της Καινής Διαθήκης όπου χρησιμοποιείται η λέξη επιείκεια.

Ένα από αυτά αναφέρεται από τον απόστολο Πέτρο, για τη σχέση των δούλων με τους κυρίους τους: «Οι οικέται, υποτάσσεσθε εν παντί φόβω εις τους κυρίους σας, ου μόνον εις τους αγαθούς και επιεικείς, αλλά και εις τους διεστραμμένους» (Α· Πέτρ. 2/β/18). Δεν χρειάζεται προσπάθεια για να αντιληφθούμε εδώ ότι ένας κύριος εκείνης της εποχής, που είχε αγοράσει κάποιον οικέτη (=οικειακό δούλο), και μάλιστα όχι χριστιανό, θα μπορούσε ποτέ να ενδιαφέρεται περισσότερο για τον δούλο παρά για τα δικά του συμφέροντα;

Σε άλλο σημείο, γράφοντας προς τους Κορίνθιους ο Παύλος τους παρακαλεί «διά της πραότητος και επιεικείας του Χριστού», να μην τον αναγκάσουν να χρησιμοποιήσει την αποστολική εξουσία που είχε «να εκδικήση πάσαν παρακοήν» (Α~ Κορ. 10/ι/1-6). Υπάρχει ίσως κάποιος που θα τολμούσε να υποστηρίξει ότι ο Χριστός, που σε όλη τη Βίβλο παρουσιάζεται ως «ο δίκαιος», θα μπορούσε ποτέ να είναι “άδικος”; Μη γένοιτο!

Το μεγαλείο της σοφίας του Θεού (της άνωθεν σοφίας) αποκαλύφθηκε όχι συγκαλύπτοντας τις αμαρτίες των ανθρώπων –οπότε θα ήταν άδικος– αλλά αποδίδοντας τη δικαιοσύνη Του σε κάποιον εκούσιο αντικαταστάτη, τον Ιησού Χριστό, που ως Αμνός του Θεού σήκωσε και πλήρωσε ως το τέλος την αμαρτία του κόσμου. Ο απόστολος Παύλος δεν θαυμάζει την μεγαλοκαρδία του Θεού επειδή δήθεν αγνοεί ή υποβαθμίζει την ανομία (=αμαρτία), αλλά επειδή κατόρθωσε, θέτοντας ως «μέσον εξιλεώσεως» τη θυσία του αναμάρτητου Υιού του, να ενεργήσει «προς φανέρωσιν της δικαιοσύνης αυτού, διά την άφεσιν των προγενομένων αμαρτημάτων, διά της μακροθυμίας του Θεού· προς φανέρωσιν της δικαιοσύνης αυτού εν τω παρόντι καιρώ, διά να ήναι αυτός δίκαιος, και να δικαιόνη τον πιστεύοντα εις τον Ιησούν» (Ρωμ. 3/γ/23-26).

Καμία, λοιπόν, παρατυπία ή αδικία δεν έκανε ο Θεός απέναντι στην αμαρτία των ανθρώπων, αλλά επέβαλε όλη την τιμωρία στον αντικαταστάτη και μεσίτη μας «άνθρωπον Χριστόν Ιησούν» (Α~ Τιμ. 2/β/5).

Η επιείκεια, συνεπώς, δηλαδή η ορθή απόδοση δικαιοσύνης, ταιριάζει απόλυτα και στον Πατέρα Θεό και στον Κύριό μας Ιησού Χριστό και στους προεστώτες της εκκλησίας, οι οποίοι μαζί με τα άλλα οφείλουν να είναι «επιεικείς» (Α~ Τιμ. 3/γ/2-3), μα και σε όλους τους πιστούς.
 
Ας έρθουμε τώρα στο χωρίο «Η επιείκειά σας ας γείνη γνωστή εις πάντας τους ανθρώπους» (Φιλιπ. 4/δ/5), που αναφέρθηκε στην αρχή του παρόντος κειμένου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εκείνο που πρέπει να δείξουμε στους συνανθρώπους μας είναι η χριστιανική μας προσήλωση στο ΔΙΚΑΙΟ. Ένα δίκαιο που στο βάθος του είναι η μέγιστη καλοσύνη και αγάπη, διότι «αύτη είναι η αγάπη, να περιπατώμεν κατά τας εντολάς αυτού» (Β~ Ιωάν. 6). Κι αυτό δεν είναι άλλο από την καλοσύνη μας, όπως ορθά αποδίδεται στη ΝΔΜ: «Σ’ όλους να δείχνετε την καλοσύνη σας».

Υστερα από όλα τα παραπάνω, κανείς ας μην επικαλείται την «επιείκεια» με τη σημερινή λανθασμένη σημασία της, ούτε από τον Θεό ούτε από τους ανθρώπους, διότι τέτοια «επιείκεια» ούτε πρέπει ούτε μπορεί να δίνεται.

Αντίθετα, όπως μπορούμε άφοβα να επικαλούμαστε την ΕΠΙΕΙΚΕΙΑ (δικαιοσύνη, αγαθότητα και καλοσύνη) του Θεού, οφείλουμε να δείχνουμε παρόμοια τη δική μας ΕΠΙΕΙΚΕΙΑ (δικαιοσύνη, αγαθότητα και καλοσύνη) προς τους συνανθρώπους μας. |


 [*]  Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν προσωποποιήσει αυτή την αρετή και τη λάτρευαν ως θεότητα το ιερό της οποίας αναφέρει ο Πλούταρχος.

........................................