30-7-2015- Η ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ )

o τίτλος (η ματιά του κυρίου) είναι του αδ. Γιάννη Παπαϊωάννου
01
ΚΙΜΩΝΑΣ
Μάρκος ι:20—21 Ο δε αποκριθείς είπε προς αυτόν  Διδάσκαλε ταύτα πάντα εφύλαξα εκ νεότητός μου.
Και ο Ιησούς εμβλέψας εις αυτόν ηγάπησεν αυτόν….
...........................................
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ
Εντυπωσιάζει το βλέμμα του δάσκαλου στον Κίμωνα
Ο Κίμωνας βρισκόταν στα Ιεροσόλυμα στη γιορτή του Πάσχα.
 Στον κεντρικό δρόμο γινόταν χαμός από φωνές πλήθους ανθρώπων. Πλησίασε να ιδεί ο Κίμωνας που πρόσφατα ήλθε από την Αλεξάνδρεια, για να καταλάβει τι ήταν αυτές οι φωνές που ακούγονταν νωρίς το πρωί σχεδόν νύχτα. Πολλοί άνθρωποι τρέχανε φοβισμένοι να απομακρυνθούν από την πλατεία της Ιερουσαλήμ και άλλοι βρίσκονταν σε απορία, βλέποντας μερικούς ιερείς και γραμματείς Ιουδαίους όπως και ρωμαίους με έναν εκατόνταρχο να έχουν στη μέση έναν νέο άνδρα να τον σπρώχνουν να τον βρίζουν και να τον χτυπούν.
  Ο Κίμωνας πρόσεξε ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν τόσο διαφορετικός από τους άλλους, τόσο καρτερικός.
  Το πρόσωπο Του ήταν πονεμένο ταλαιπωρημένο από τα χτυπήματα, αλλά το βλέμμα του ήταν τόσο ειρηνικό, τόσο καθαρό, τόσο ζεστό που κοιτώντας ο Κίμωνας από περιέργεια και περιεργάζονταν τον άνθρωπο αυτό, αντάμωσαν τα βλέμματα τους και το βλέμμα αυτού του ανθρώπου τον έκανε να νιώθει περίεργα καλά, και την άλλη ήταν σαν  τον έλουσε μια  αχτίδα φωτός, και διαπέρασε  την καρδιά του.
  Του έκανε εντύπωση η στάση που κρατούσε αυτός ο νέος απέναντι στους βασανιστές του. Καθώς παρακολουθούσε την σκηνή που απομακρύνονταν από κοντά του, είδε έναν άνθρωπο να κοιτάζει προς την πομπή να κλαίει γοερά και να ψιθυρίζει: - « Ω! Θεέ μου  τον πρόδωσα τον αρνήθηκα είμαι ένας δειλός. Άλλωστε  μου τόχε πει».
                        ………
  Μερικές γυναίκες έκλαιγαν ακολουθώντας κι αυτές την πομπή. Μαζί τους ενώθηκαν κι άλλοι άνθρωποι οι οποίοι συζητούσαν μεταξύ τους πως θα μπορούσαν να σώσουν αυτόν τον νέο που στο πρόσωπό του γνώρισαν τον διδάσκαλο, τον προφήτη, τον άνθρωπο που τους ετάισε με λίγα ψαράκια και λίγα ψωμιά.
  Όλοι είχαν κάτι να πούνε και ήταν φοβερά λυπημένοι λες και ήταν δικός τους άνθρωπος.
   Άκουγε ο Κίμων που ο καθένας είχε κάτι να πει, κάποια ευεργεσία που τούχε κάνει. Κάποιος έλεγε:
  -δεν είχα μάτια και τώρα έχω και βλέπω- άλλος έλεγε:- ήμουνα χρόνια στο κρεβάτι και με έκανε καλά με μια του κουβέντα- άλλος έλεγε: -ήμουν λεπρός και με έκανε καλά –άλλος ήμουν δαιμονισμένος και με σπαράζανε τα δαιμόνια και με ελευθέρωσε και τώρα έχω γαλήνη στην καρδιά μου.
  Πλησίασε ο Κίμων και ρώτησε: -ποιος είναι αυτός που θέλουν να δικάσουν τέτοια ώρα;  Και οι άνθρωποι του είπαν: - είναι ο δάσκαλος είναι αυτός που περιμένουμε αιώνες τώρα είναι ο Μεσσίας μας, αλλά είναι τυφλοί αυτοί και δεν τον αναγνωρίζουν δεν τον δέχονται γι’ αυτό και δεν το καταλαβαίνουν.
- Αλλά εσύ από πού είσαι και δεν τον γνωρίζεις;
 -Χθες βράδυ έφτασα από την  Αλεξάνδρεια και τώρα ξύπνησα από τις φωνές του κόσμου. Έτρεξα να δω τι συμβαίνει.
  - Αφού όπως λέτε έκανε τόσα καλά γιατί θέλουν να τον δικάσουν και του φέρονται σαν να έκανε κάποιο μεγάλο έγκλημα;
- Δεν τον αγαπάνε δεν τον θέλουν άνθρωπέ μου διότι τους έβαλε πολλές φορές στην θέση τους τον μίσησαν γιατί τους έβλεπε και καταλάβαινε τι σκέφτονταν τι ένιωθαν και τους τα φανέρωνε. Έβγαζε όλα τα μέσα τους έξω και αυτοί ήθελαν να φαίνονται στον κόσμο καλοί  θρησκευόμενοι πιστοί και ο δάσκαλος μας τους καυτηρίαζε πόσο υποκριτές είναι.
- Αυτό  δεν το άντεξαν διότι είναι περισσότερο άρρωστοι από ότι ήμασταν εμείς.
 - Εμάς μας θεράπευσε, αυτοί όμως είναι τόσο εγωιστές και έχουν τόση υποκρισία και πάνω από όλα τα συμφέροντα τους οπότε πρέπει τον άνθρωπο τον φωτισμένο να τον βγάλουν από τη μέση γιατί είναι πιο άρρωστοι και τον πιο άρρωστο άνθρωπο. Πονάμε πολύ γι’ αυτόν διότι τέτοιος δεν πέρασε ποτέ από τον λαό μας.
- Έχει ο λαός μας μεγάλη ιστορία από ανθρώπους φωτισμένους που τους λέμε και προφήτες. Αυτός είναι κάτι παραπάνω από προφήτης. Είναι ο Μεσσίας που περιμένουμε.
- Όταν  έρθει ο Μεσσίας μας δεν θα κάνει περισσότερα από αυτόν τον Ιησού τον αγαπημένο μας δάσκαλο το λένε και οι προφήτες από παλιά.
 - Πραγματικά σκέφτηκε  ο Κίμωνας ακούγοντας τον άνθρωπο που του έλεγε αυτά τα πράγματα  -όταν με κοίταξε στα μάτια ένα φως διαπέρασε  στην καρδιά μου καθώς έπεσε το βλέμμα Του επάνω μου. -Πως τον λένε τον δάσκαλο;
- Είναι ο Ιησούς ο δικός μας Ιησούς που στάθηκε δίπλα στον πόνο μας, στην φτώχια μας, στις αρρώστιες μας και στην πείνα μας, όταν τον ακούγαμε ώρες να μας μιλά. Μας  τάισε μας συμπόνεσε, δεν μας εγκατέλειψε και εμείς τώρα δεν μπορούμε να τον σώσουμε παρά μόνο να πάμε να του συμπαρασταθούμε τουλάχιστον εκεί. Πάμε  έλα μαζί μας.
                            …….

  Όμως  ο Κίμων θυμήθηκε τον άνθρωπο που έκλεγε και του είχε κάνει εντύπωση. Γύρισε  κοίταξε και τον είδε να είναι πεσμένος δίπλα στον δρόμο και ακόμα καθόταν εξαντλημένος πικραμένος εκεί, και αναταράζονταν από τους λυγμούς του.
  Τον πλησίασε και στάθηκε κοντά του μα αυτός δεν κουνήθηκε καθόλου παρά μόνον οι λυγμοί τον ανατάραζαν και οι αναστεναγμοί. Πήγε κοντά του γονάτισε δίπλα του ακούμπησε τα χέρια του στους ώμους του και τον ρώτησε :
 -γιατί λυπάσαι τόσο πολύ; -Ήταν φίλος σου;
Στάθηκε  για λίγο ο άνθρωπος και μετά σήκωσε το κεφάλι του κοίταξε στα μάτια τον Κίμωνα και τον ρώτησε ψελλίζοντας:
 -Από πού είσαι δεν τον είδες; Δεν κατάλαβες ποιον δικάζουν; Όλοι οι ψεύτες απόψε καταθέσανε εναντίον του και δεν άνοιξε το στόμα του να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Και τώρα ζητούν τον θάνατό του από τον Πιλάτο.
- Όλοι τον πηγαινόφερναν απόψε από του ενός αρχιερέα στου άλλου το σπιτι.
-Τον πήγαν στον Πιλάτο ο Πιλάτος τον έστειλε στον Ηρώδη αλλά πάλι ο Ηρώδης τον στέλνει στον Πιλάτο. --Και καλά αυτοί, - Εγώ που τον αγάπησα που δήλωνα ότι θα έδινα και την ζωή μου γι αυτόν; Πως σε μια στιγμή τον αρνήθηκα σε μια μικρή δούλη; Φοβήθηκα. -  Φοβήθηκα να παραδεχτώ ότι είμαι μαθητής του και  εγώ που του έλεγα ότι μαζί του θα πάω και στο θάνατο; -Εμένα με λένε Σίμων  και με ονόμασε Πέτρο και μου είπε ότι το όνομα μου θα είναι σαν την πέτρα θεμέλιο που θα χτίσει την εκκλησία του επάνω της.
-Κι εγώ σήμερα τον αρνήθηκα τον πρόδωσα από φόβο. Και μου τόχε πεί. Ότι απόψε πριν να φωνάξει ο πετεινός θα τον αρνηθώ τρεις φορές.
-Και άνθρωπε μου έγινε και δεν το κατάλαβα καθόλου ήμουνα τυλιγμένος μέσα στο πέπλο του φόβου μου. Εγώ  που δεν φοβήθηκα φουρτούνες στην θάλασσα πάλεψα με κύματα και νίκησα.
-Και όμως  μόνον όταν άκουσα τον πετεινό να λαλάει κοίταξα ντροπιασμένος προς το μέρος του και είδα εκείνο το γλυκό Του βλέμμα να μου δίνει κουράγιο. Ένιωσα μέσα στον πόνο Του με σκέπτονταν, ποιόν; Εμένα. 
-Το βλέμμα του όλο γλυκύτητα μα και έλεγχο μου ράγισε την καρδιά και πόνεσα βαθιά.(Λουκάς22:61) --Ούτε κατάλαβα πως έφυγα από εκεί και τα μάτια μου τρέχανε καυτά δάκρυα. Αχ και να μπορούσα να πέσω στα πόδια του να του ζητήσω να με συγχωρέσει.
- Όμως τώρα είναι αργά πια τον Πήγαν στον Πιλάτο τον πιο σκληρό άνθρωπο και διοικητή της χώρας μου. Πάντα λύνει τις διαφορές με τους πατριώτες μου με τον στρατό και με θανάτους σκληρούς. Και αυτοί που τον συνέλαβαν δεν είναι καλύτεροι του και ας είναι άρχοντες  Ιουδαίοι άνθρωποι του Ναού.
 Τόσο καιρό ανάμεσα μας και κανένας δεν θέλησε να καταλάβει ότι αυτός είναι ο Μεσσίας που περιμένουμε. -Τόσες ευεργεσίες και τόσο μόχθο να μας μιλάει κάθε μέρα, να μας υγιάνει από τις πληγές μας, να ανασταίνει τους νεκρούς μας και  όμως εγώ τον αρνήθηκα παρότι ήμουν κοντά του μάρτυρας όλων αυτών  των γεγονότων. Αχ πως δεν καταλαβαίνει ο άνθρωπος. –Πως φοβήθηκα μπροστά σε ένα κοριτσάκι σε κάποιους δούλους.
 Τότε ο Κίμων του είπε:
-Σίμων φίλε μου θα μείνω κοντά σου όσο μπορώ και παρηγορίσου στην σκέψη ότι όταν σε κοίταξε είχε αγάπη το βλέμμα του όχι θυμό.
- Όχι θυμό δεν είχε-είχε αγάπη σίγουρα παρηγοριά σίγουρα όμως και  έλεγχο μεγάλο ναι όχι όμως θυμό όχι.  Απάντησε ο Σίμων. -Και τόση αγάπη! Όπως  σου είπα δεν σκέφτονταν τον εαυτό του εκείνη την ώρα παρά εμένα που πληγώθηκα όταν  τον αρνήθηκα. Ήταν σα να μου έλεγε: - σου το είπα ότι θα γίνει αυτό αλλά κουράγιο δεν σου θυμώνω σε καταλαβαίνω.


-Και αυτό με κάνει να κλαίω ακόμα περισσότερο. Μέσα  μου καίγομαι. 
Πλησίασαν σιγά- σιγά προς την πλατεία. Εκεί γίνονταν μεγάλος χαμός από φωνές του πλήθους και κανένας από αυτούς δεν είχε έλεος για τον Ιησού.
  Αυτοί που είχαν ιδεί τον Ιησού να βγάζει δαιμόνια, να διώχνει την λέπρα τους,  να κάνει καλά τα μάτια τους, φώναζαν και το έλεγαν αλλά οι φωνές τους πνίγονταν,  στου μανιασμένου πλήθους τις φωνές.
  Κάποια στιγμή έγινε φώναξαν να ησυχάσουν να ακούσουν τι λεει ο Πιλάτος.
Τοτε ακούστηκε η φωνή του που ρώτησε το πλήθος  ο Πιλάτος.
 Τους είπε:
-Έχουμε συνήθειο όταν έχετε Πάσχα να ελευθερώνουμε  κάποιον.
-Θέλετε να ελευθερώσω τον Ιησού ή τον Βαραββά; Άρχισαν  να φωνάζουν:
 -τον Βαραββά τον Βαραββά. Μετά  έγινε σιωπή. Δόθηκε η εντολή να απολυθεί ο Βαραββάς και να σταυρωθεί ο Ιησούς, να μαστιγωθεί και  να, τον πάνε τώρα στον τόπο της σταύρωσης αμέσως για να τελειώνουν πριν έρθει το Σάββατο.
  Άρχισαν τα πλήθη να μιλούν μεταξύ τους και όλοι έλεγαν τις ευεργεσίες που τους έκανε.
Και  άλλοι ότι:
-έχουμε το ναό μας τους Ιερείς μας και δεν χρειαζόμαστε  δασκάλους ο μας διδάσκουν ο δικοί μας.
  Σε λίγο τον συνόδευαν στρατιώτες  τον Ιησού αφού του φόρτωσαν έναν σταυρό στην πλάτη του.
Αφού βέβαια πρώτα  τον μαστίγωσαν τον περιγέλασαν και ξεκίνησαν για τον τόπο της σταύρωσης επίσης συνοδευόταν από άλλους δύο κακούργους ο αθώος μέσα στους κακούργους σαν κακούργος και φταίχτης και άξιος να πεθάνει μεταξύ των ανθρώπων αυτών.
 Όσων  είχαν ανοίξει τα μάτια τους τα πνευματικά ήξεραν ότι είναι αθώος και ότι γίνετε ένα έγκλημα σήμερα στην Ιερουσαλήμ και κλαίανε για την ταλαιπωρία Του, που δεν μπορούσε να προχωρήσει με τον σταυρό του και το μαστίγωναν να περπατήσει.
 Αυτός που έκανε τη γη και τον ουρανό που σχεδίασε με πολύ έλεος την Σωτηρία έγινε άνθρωπος πόνεσε τους ανθρώπους έκλαψε μαζί τους -τους γιάτρεψε τους ταΐσε και αυτοί τον φέρθηκαν σαν κακούργο και άξιο να καταδικαστεί.
Κουβαλώντας λοιπόν τον σταυρό του άρχισε την πορεία για το μέρος όπου θα τον σταύρωναν.
Όλη τη νύχτα, δαρμένος, ξάγρυπνος, πεινασμένος, που σημαίνει έχασε τις δυνάμεις του και το αίμα από το κεφάλι του έτρεχε με το αγκάθινο στεφάνη μπηγμενο μέσα στο μυαλό του, να τρέχει το αίμα διότι το κεφάλι είναι μέρος του σώματος μας που τρέχει πιο πολύ αίμα. Που  να έχει δυνάμεις; να κουβαλήσει σταυρό;
Ο σταυρός ήταν ξύλα δέντρου απελέκητα χοντρά βαριά. Δεν ήταν κομψοτεχνήματα.
Έτσι λύγησε σωματικά και δεν μπορούσε εύκολα να τον κουβαλά. Αυτό το κατάλαβαν και οι βασανιστές του. Και που τον χτύπαγαν έμενε εκεί. Να όμως κάποιος χειροδύναμος άνθρωπος βρέθηκε εκεί τον αγγάρεψαν ώστε να προλάβουν να γίνει γρήγορα η δουλειά τους. Τον  έλεγαν Σίμωνα
Ματθαίος-27:
32 Και ενώ έβγαιναν έξω, βρήκαν έναν άνθρωπο Κυρηναίο, που τον έλεγαν Σίμωνα· αυτόν αγγάρευσαν για να σηκώσει τον σταυρό του.

……………………………………..