9-12-2018- 17—ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΣΕ ΤΕΣΣΕΡΑ ΜΕΡΗ Βιβλικό Μήνυμα Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΟΝΤΩΣ ΑΝΕΣΤΗ του Ξενοφώντος Π. Μόσχου δ.φ. “Ει Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις υμών.” (Α΄Κορ. ιε΄ 14) (Διάβασε και Ματθ. κη΄ 1-15, Α΄Κορ. ιε΄ 1-28)

Iδού έρχομαι ταχέως !!!

Iδού έρχομαι ταχέως !!! 

 17—ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ--Βιβλικό Μήνυμα 


Μεταξύ των πολλών γνωρισμάτων μέσω των οποίων η Χριστιανική θρησκεία διακρίνεται από κάθε άλλη, είναι και το εξής, ότι, ενώ όλες οι υπόλοιπες είτε βρίθουν από ανθρώπινες θεωρίες είτε στηρίζονται σε μυθώδεις παραδόσεις που ανάγονται πάντοτε σε προϊστορική εποχή, η Χριστιανική θρησκεία εδράζεται σε γεγονότα από την αρχή μέχρι το τέλος, τα δε γεγονότα αυτά συνέβησαν σε ιστορική εποχή, κατά την οποία μάλιστα οι άνθρωποι αμφέβαλλαν για τα πάντα και εξέταζαν τα πάντα, αφού η φιλοσοφία είχε καταρρίψει τους μυθολογούμενους θεούς και είχε διασείσει την ευπιστία των πολλών.

Ο λόγος για τον οποίο η Χριστιανική θρησκεία είναι τόσο συνυφασμένη με γεγονότα, είναι ότι κέντρο αυτής και πυρήνας είναι πρόσωπο που υπήρξε και έζησε στον κόσμο αυτό, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Μπορείς από κάθε άλλη θρησκεία να αφαιρέσεις τον ιδρυτή της χωρίς να μεταβάλεις τις χαρακτηριστικές της διδασκαλίες περί Θεού, περί ανθρώπου, περί των μεταξύ τους σχέσεων και περί των καθηκόντων και ελπίδων των οπαδών αυτής. Αλλά αν αφαιρέσεις από τη Χριστιανική θρησκεία τον Ιησού Χριστό, αφαιρείς τα πάντα. δεν σου απομένουν πλέον παρά μόνο οι ηθικές του διδασκαλίες και εντολές, οι οποίες, αν και αποτελούν το ύψιστο και τελειότατο ηθικό σύστημα, δεν μπορούν να θεωρηθούν διαφορετικά παρά μόνον ως η πρακτική όψη της θρησκείας, ως η οροφή της οικοδομής, η οποία απαιτεί και προϋποθέτει θεμέλια και τοίχους, ή ως ο καρπός ο γλυκός και ευάρεστος, ο οποίος όμως είναι αποτέλεσμα της ύπαρξης και της καλής κατάστασης ρίζας και κορμού και κλαδιών. Η χριστιανική ηθική είναι μεν η ύψιστη και τελειότατη στον κόσμο, αλλά είναι αδύνατη και ανεκτέλεστη χωρίς την προσωπική και πραγματική ενέργεια του Ιησού Χριστού ο οποίος είπε “Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν.” (Ιωάν. ιε΄ 5)
  Μεταξύ δε των γεγονότων της χριστιανικής θρησκείας κεντρικότατο μεν και ουσιωδέστατο είναι ο θάνατος του Χριστού πάνω στο σταυρό, σπουδαιότατο δε και ικανό να θεωρηθεί ως η κορωνίδα και επισφράγιση όλων των υπολοίπων είναι η εκ νεκρών ανάσταση αυτού. Διότι ποιος θα ήθελε να πιστεύσει ως Υιόν του Θεού και Θεόν αληθινό πρόσωπο που μαστιγώθηκε και εμπαίχθηκε και πέθανε επονείδιστα πάνω στο σταυρό; πώς θα πειθόταν κάποιος ότι ο Ιησούς Χριστός πέθανε πράγματι όχι για τον εαυτό του αλλά για τις αμαρτίες άλλων, και ότι έτσι ικανοποίησε με το θάνατό του τη θεία δικαιοσύνη, αν η κατάσταση του θανάτου του δεν έληγε γρήγορα και ο ίδιος δεν επανερχόταν ένδοξα στη ζωή και την αφθαρσία; και πώς θα ήταν δυνατό να πιστεύσει κάποιος ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Σωτήρας ικανός να σώζει από το θάνατο όσους πιστεύουν σε αυτόν, αν ο ίδιος δεν νικούσε πρώτος το θάνατο με την ανάστασή του εκ νεκρών;

Γι’αυτό το λόγο ήταν απαραίτητα αναγκαίο οι πρώτιστοι κήρυκες της χριστιανικής θρησκείας, οι Απόστολοι, να έχουν δει τον Κύριο μετά την εκ νεκρών ανάστασή του και έτσι, με ήσυχη τη συνείδησή τους να μπορούν να μαρτυρούν με πολλές λεπτομέρειες περί της αλήθειας του γεγονότος αυτού και γι’αυτό το λόγο σε κάθε περίσταση, κατά την οποία μίλησαν προς το λαό καλώντας τον σε μετάνοια και πίστη στον Ιησού Χριστό, τους βρίσκουμε να κάνουν χρήση της δικής τους μαρτυρίας σχετικά με την ανάστασή του.


Στα τέσσερα πρώτα κεφάλαια των Πράξεων των Αποστόλων βρίσκονται τέσσερις ομιλίες του Απόστολου Πέτρου, των οποίων υπόθεση είναι ότι ο Ιησούς που καταδικάστηκε σε θάνατο από τους αρχιερείς και πρεσβύτερους του Ισραήλ αναστήθηκε εκ νεκρών, και ότι δι’αυτού, ο οποίος ζει ήδη και κάθεται εκ δεξιών του Πατρός, κηρύσσεται σε όλους μετάνοια και άφεση αμαρτιών. Αυτό υπήρξε και το κήρυγμα του Παύλου. γι’αυτό έλεγε, “εάν ο Χριστός δεν ανέστη, μάταιον λοιπόν είναι το κήρυγμα ημών, ματαία δε και η πίστις υμών”.

Δεδομένου ότι η σπουδαιότητα του γεγονότος αυτού είναι τόσο μεγάλη, θα εξετάσω εδώ τις αποδείξεις, στις οποίες στηριζόμαστε εμείς οι μεταγενέστεροι προκειμένου να αποδεχθούμε για τους εαυτούς μας και να βεβαιώσουμε προς τους άλλους ότι ο Ιησούς Χριστός πράγματι αναστήθηκε εκ νεκρών. Στη συνέχεια θα υποδείξω εν συντομία σε τι πρακτικό συμπέρασμα πρέπει να μας οδηγήσει η βεβαιότητα περί της αλήθειας της εκ νεκρών ανάστασής του.

17—ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ  --Βιβλικό Μήνυμα
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΟΝΤΩΣ ΑΝΕΣΤΗ
του  Ξενοφώντος Π. Μόσχου δ.φ.

“Ει Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις υμών.”
(Α΄Κορ. ιε΄ 14)

(Διάβασε και Ματθ. κη΄ 1-15, Α΄Κορ. ιε΄ 1-28)

Α΄ Ποια απόδειξη της ανάστασης μπορούμε να απαιτήσουμε


Κάθε αλήθεια έχει και την ανάλογη απόδειξη. Η μαθηματική αλήθεια αποδεικνύεται μέσω συλλογισμού, έχει απόδειξη συλλογιστική. η φυσική αλήθεια αποδεικνύεται μέσω πειράματος, έχει απόδειξη πειραματική. η ιστορική αλήθεια έχει απόδειξη ιστορική, εκείνη που στηρίζεται σε μαρτυρίες και μνημεία. Κανείς δεν δικαιούται να ζητήσει πειραματική απόδειξη προκειμένου περί αλήθειας μαθηματικής, ούτε μαθηματική απόδειξη προκειμένου περί αλήθειας ιστορικής, αλλά καθένας πρέπει να απαιτεί πάντοτε την ανάλογη απόδειξη.

Ως εκ τούτου, η ανάσταση του Ιησού Χριστού, καθώς είναι μια ιστορική αλήθεια, επιδέχεται μόνον ιστορική απόδειξη. Και θα δούμε ευθύς αμέσως ότι η απόδειξη αυτή είναι τόσο ισχυρή και αναντίρρητη, ώστε να μην αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας περί του γεγονότος και έτσι να αναγκάζει κάθε λογικό άνθρωπο να γονατίσει εμπρός στη Θεότητα εκείνου ο οποίος, προσφέροντας τον εαυτό του μία και μοναδική φορά ως θυσία πάνω στο σταυρό υπέρ κάθε αμαρτωλού, αναστήθηκε την τρίτη ημέρα από τον τάφο, και έκτοτε ζει και βασιλεύει έως ότου όλοι οι εχθροί του γίνουν υποπόδιον αυτού.


Β΄ Απόδειξη της ανάστασης

Την απόδειξη του γεγονότος αυτού αποτελεί κυρίως η μαρτυρία των αποστόλων. Προκειμένου να εκτιμήσουμε κατάλληλα την αξία της μαρτυρίας κάποιου ανθρώπου, πρέπει να εξετάσουμε το χαρακτήρα του μάρτυρος, τις περιστάσεις στις οποίες βρισκόταν όταν έδωσε τη μαρτυρία του, και τους καρπούς, τους οποίους έδρεψε ή προσδοκούσε να δρέψει από τη μαρτυρία αυτή.

Οι απόστολοι ανήκαν όλοι στην κατώτατη τάξη της Ιουδαϊκής κοινωνίας εκτός του Παύλου, ο οποίος όμως στράφηκε αργότερα στο Χριστιανισμό. οι περισσότεροι από αυτούς ήταν ψαράδες –άνθρωποι δίχως παιδεία και ανάπτυξη, και από πνευματική άποψη τόσο λίγο φωτισμένοι την εποχή εκείνη, ώστε θεωρούσαν μεν τον Ιησού Χριστό ως Υιό του ζωντανού Θεού (Ματθ. ις΄16) και ως το Μεσσία που είχαν επαγγείλει οι προφήτες, περίμεναν όμως από εκείνον ό,τι και οι υπόλοιποι Ισραηλίτες της εποχής τους, δηλαδή την κοσμική βασιλεία επί όλων των εθνών της γης, κατά την οποία, κολάκευαν τους εαυτούς τους ότι θα καταλάμβαναν τις πρώτες θέσεις εκ δεξιών και εξ αριστερών αυτού (Ματθ. κ΄20, 21). Ένας από αυτούς, αφού επί τριετία περίμενε μάταια την έλευση της εποχής εκείνης, αποφάσισε επί τέλους να προδώσει αυτόν στους εχθρούς του που ζητούσαν τη ζωή του, έτσι ώστε να τον εξαναγκάσει να βασιλεύσει στη γη και ο ίδιος να λάβει το μέρος της ευτυχίας που του ανήκε, ή προκειμένου να κερδίσει χρήματα από τους αρχιερείς και να κορέσει την ακόρεστη φιλαργυρία του –ήλπιζε δε ότι θα λάμβανε πάρα πολλά-. Οι δε ένδεκα, από τη στιγμή που παραδόθηκε ο διδάσκαλός τους, διασκορπίσθηκαν κατ’αρχάς εγκαταλείποντας αυτόν μόνον στη διάκριση των εχθρών του που διέκειντο δυσμενώς απέναντί του, δύο δε μόνο τον ακολούθησαν μέχρι την αυλή του αρχιερέως, αλλά και αυτοί με προφανή ατολμία, ο μεν Ιωάννης κάνοντας χρήση παλαιάς γνωριμίας με τους υπηρέτες του αρχιερέως εισήλθε ως απλός θεατής όσων συνέβαιναν, ο δε θερμότερος από όλους τους αποστόλους, ο Πέτρος, εισήλθε πανικόβλητος με τη μεσολάβηση του Ιωάννη, ενώ στην πρώτη ερώτηση περί των σχέσεών του προς τον καταδιωκόμενο Ιησού έσπευσε να αρνηθεί τα πάντα. Τι έλεγχος αδυναμίας χαρακτήρα του κορυφαίου των αποστόλων και προθυμότατου να καυχηθεί ότι και στο θάνατο ήταν έτοιμος να ακολουθήσει το θείο διδάσκαλο! Και αν αυτός, ο κορυφαίος, αποδείχθηκε τέτοιος, ποιοι μπορούσαν να είναι οι υπόλοιποι; Αλλά φάνηκε ποιοι ήταν, διότι κανείς από αυτούς δεν ακολούθησε ούτε από μακριά το διδάσκαλο καθώς τον οδηγούσαν στον αρχιερέα, εκτός από τους δύο που αναφέρθηκαν, αλλά ούτε στο σταυρό πλησίασε κανείς εκτός από τον Ιωάννη. Καθώς λοιπόν επρόκειτο για ανθρώπους αμαθείς, αγράμματους, ανεπίδεκτους μεγάλων πραγμάτων και σχεδίων, υπερβολικά άτολμους, δεν είναι καθόλου παράδοξο ότι μόλις συνήλθαν από τη διασκόρπιση κατέφυγαν στο υπερώο, όπου είχαν φάγει το τελευταίο δείπνο με το διδάσκαλο, και έκλεισαν και ασφάλισαν καλά τις πόρτες από φόβο μήπως οι Ιουδαίοι τους ανακαλύψουν και τους καταδιώξουν όπως καταδίωξαν μέχρι θανάτου το διδάσκαλο. ούτε ήταν δυνατό να σκεφθεί κάποιος από αυτούς να βγεί έξω στην πόλη και να φανεί στους δρόμους.
Αλλά τι γινόταν στο μεταξύ έξω; Οι γραμματείς και Φαρισαίοι και οι άρχοντες του λαού, αφού πρώτα εξάντλησαν το φθόνο τους παρατηρώντας τον Ιησού πάνω στο σταυρό, και εκδήλωσαν το μίσος τους προς αυτόν εμπαίζοντάς τον στην αγωνία του, προσήλθαν επί τέλους στον Πιλάτο για να απαιτήσουν τη συντριβή των σκελών των σταυρωθέντων και την ταφή των πτωμάτων πριν τη δύση του ηλίου και την έναρξη της ημέρας του Σαββάτου. Το αίτημά τους πραγματοποιήθηκε, όμως τα οστά του Χριστού δεν συνετρίβησαν αφού καθώς ήταν ήδη νεκρός, ένας στρατιώτης τρύπησε την πλευρά του Ιησού με τη λόγχη και από την πληγή έρευσε αίμα και νερό. Από αυτό αποδεικνυόταν σαφώς ότι ο σταυρωθείς είχε πεθάνει, αφού το αίμα που είχε συσσωρευθεί στο περικάρδιο είχε
17—ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ  --Βιβλικό Μήνυμα
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΟΝΤΩΣ ΑΝΕΣΤΗ
του  Ξενοφώντος Π. Μόσχου δ.φ.

“Ει Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις υμών.”
(Α΄Κορ. ιε΄ 14)

(Διάβασε και Ματθ. κη΄ 1-15, Α΄Κορ. ιε΄ 1-28)

Α΄ Ποια απόδειξη της ανάστασης μπορούμε να απαιτήσουμε

Έτσι κάθε ψευδής ανάσταση του σώματος του Ιησού Χριστού ήταν απόλυτα αδύνατη. Μπορούσαν οι απόστολοι να κηρύξουν δημόσια ότι ο Χριστός αναστήθηκε εκ νεκρών; Αλλά η αναίρεση του κηρύγματός τους θα ήταν πρόχειρη. όσοι τους άκουγαν θα πήγαιναν στον τάφο και, καθώς θα έβρισκαν εκεί το πτώμα, θα κατήγγειλαν την ψευδολογία των κηρύκων. Αλλά μήπως μπορούσαν οι απόστολοι να κλέψουν το σώμα ενόσω κοιμόνταν οι φύλακες; πρώτον είναι γνωστό ότι οι Ρωμαίοι ήταν στις φρουρές τους εξαιρετικά αυστηροί. έπειτα και αν κοιμόνταν οι φύλακες, θα ήταν αδύνατο να μη ξυπνήσουν με τόσο κρότο και θόρυβο που θα γινόταν ανάμεσά τους από την κοπή των σχοινιών των σφραγίδων και την αποκύλιση του λίθου, ο οποίος ήταν “μέγας σφόδρα”, την απογύμνωση του πτώματος από τα σεντόνια και το σουδάριο που είχαν κολλήσει στο σώμα λόγω της επάλειψης με σμύρνα και αλόη, αλλά και την αποκομιδή του νεκρού ανάμεσα από τους φύλακες. Ακόμη και κωφοί αν ήταν στην πραγματικότητα οι φύλακες, θα είχαν ασφαλώς ξυπνήσει. Έπειτα, ποιος από τους απόστολους ή μαθητές θα αποτολμούσε την κλοπή; Εκείνος που κατά την παράδοση του διδασκάλου έτυχε να είναι τυλιγμένος με σεντόνι το οποίο έβγαλε αμέσως μόλις οι νεαροί τον άγγιξαν και απομακρύνθηκε γυμνός; (Μάρκ. ιδ΄51), ή εκείνος που ακολούθησε τον Ιησού από μακριά και στην αυλή του αρχιερέα τον απαρνήθηκε τρεις φορές κατ’επανάληψη εκστομίζοντας κατάρες και ορκιζόμενος πως δεν τον γνώριζε;


Ο χαρακτήρας λοιπόν των αποστόλων ήταν τέτοιος, και οι περιστάσεις στις οποίες βρέθηκαν τις ημέρες εκείνες ήταν τέτοιες, ώστε ήταν εντελώς αδύνατο να επιχειρήσουν να διαδώσουν φήμη ότι ο Ιησούς που καταδικάστηκε σε θάνατο και σταυρώθηκε, αναστήθηκε εκ νεκρών, αν αυτό δεν αλήθευε. Όχι μόνο δε ήταν αδύνατο να πλάσουν ότι αναστήθηκε, αν αυτό δεν είχε όντως συμβεί, αλλά ήταν αδύνατο να πιστέψουν μαρτυρίες άλλων για το γεγονός αυτό, αν δεν τον έβλεπαν με τα ίδια τους τα μάτια και δεν τον ψηλάφιζαν με τα ίδια τους τα χέρια. Όταν οι γυναίκες που πήγαν στον τάφο το πρωί της Κυριακής τους είπαν ότι είδαν οπτασία αγγέλων και τον τάφο κενό, οι απόστολοι δεν τις πίστεψαν και θεώρησαν τα λόγια των γυναικών ως φλυαρία (Λουκ. κδ΄11), έως ότου είδαν με τα μάτια τους τον Κύριο να εισέρχεται στο υπερώο, όπου κάθονταν φοβισμένοι και με κλεισμένες τις πόρτες, και άκουσαν τη φωνή του. και πάλι όμως, όταν στη συνέχεια εκείνος τους συνάντησε στη Γαλιλαία, κάποιοι από αυτούς τον προσκύνησαν και κάποιοι άλλοι δίστασαν (Ματθ. κη΄17) καθώς δυσπιστούσαν ακόμη και σε όσα έβλεπαν, έως ότου τον ψηλάφισαν, και εκείνος έφαγε εμπρός τους, οπότε πείσθηκαν ότι πνεύμα ή φάντασμα δεν έχει σάρκα και οστά όπως είχε αυτός (Λουκ. κδ΄ 36-42). Αυτοί λοιπόν οι τόσο νωθροί και αργοί στο να πιστέψουν ένα γεγονός που ικανοποιούσε τα θερμά προς το διδάσκαλο αισθήματα, πώς μπορούσαν να διαδώσουν τη φήμη σχετικά με εκείνον αν αυτή ήταν ψευδής; Αλλά μάλιστα αφού βεβαιώθηκαν από την αυτοψία ότι ο Κύριός τους αναστήθηκε εκ νεκρών και ζούσε, δεν θεώρησαν αναγκαίο να διαδώσουν όσα γνώριζαν, αλλά πίστεψαν ότι η αποστολική τους περίοδος έληξε, και επέστρεψαν στη λίμνη της Γαλιλαίας, προκειμένου να εξασκήσουν το πρώτο τους επάγγελμα, το ψάρεμα. μόνο δε κατά την ανάληψη του Κυρίου, όταν έλαβαν ρητή παραγγελία από τον Κύριο να φύγουν και να μαθητεύσουν σε αυτόν όλα τα έθνη και ρητή διαβεβαίωση ότι θα είναι πάντοτε παρών μαζί τους, εμψυχώθηκαν και, αφού έλαβαν τη δωρεά του Πνεύματος την ημέρα της Πεντηκοστής, άρχισαν να κηρύττουν τον Χριστό και την ανάσταση.

Έτσι προκύπτει σαφώς ότι η μαρτυρία των αποστόλων σχετικά με την ανάσταση είναι αληθής μαρτυρία που δεν υπόκειται σε καμία δίκαιη αμφισβήτηση ή αμφιβολία. Το συμπέρασμα δε αυτό ενισχύεται ακόμη περισσότερο από την παρατήρηση ότι ο ηθικός χαρακτήρας των αποστόλων ήταν τέτοιος, ώστε δεν μπορούσαν να πλάσουν ή να πούν κάποιο ψέμα. σε όλες τις διδασκαλίες τους παρουσιάζονται να λένε την αλήθεια και μόνο την αλήθεια, δεν κολακεύουν τους ακροατές τους ούτε παριστάνουν τον εαυτό τους ως υπεράνθρωπο ή άγιο ή τέλειο, αλλά ακολουθούν σε όλα τα θέματα την ηθική του διδασκάλου, τελειότερη από την οποία δεν μπορεί να επινοηθεί. Το να πλάσουν λοιπόν άνθρωποι ηθικά αυστηροί από κάθε άποψη και κήρυκες της πιο αυστηρής ηθικής το μέγιστο των ψευδολογημάτων προκειμένου να δοξάσουν ξένο πρόσωπο, είναι ηθικό τερατούργημα αδύνατο να συμβεί με οποιονδήποτε τρόπο. Έπειτα ποια μπορούσαν να είναι τα αποτελέσματα μιας τέτοιας ψευδολογίας; Μήπως μπορούσαν να αναμένουν πλούτη, ή δόξες,
ή τιμές, ή ανάπαυση, ή ησυχία; Δεν μπορούσαν ούτε καν να ελπίζουν κάτι τέτοιο. διότι γνώριζαν ότι εκείνοι που σταύρωσαν τον Ιησού ήθελαν να καταδιώξουν χωρίς οίκτο όσους επανέφεραν στη δημοσιότητα το μισητό όνομα αυτού. γνώριζαν ότι ο ευέξαπτος όχλος ήθελε με πρώτη ευκαιρία να λιθοβολήσει όσους θα τολμούσαν να κρίνουν τη φονική τους πράξη ως θεοκτονία. γνώριζαν ότι αν μέχρι τότε ο λαός τους τιμούσε σε κάποιο βαθμό ως μαθητές και ευνοούμενους εκείνου ο οποίος διέσχιζε κάθε πόλη και χώρα διδάσκοντας και ευεργετώντας και θεραπεύοντας, τώρα ήθελαν να έχει αδιάκοπο όνειδος και ατιμία ως οι θρησκευτικοί οπαδοί εκείνου τον οποίο ενέπαιξαν και έφτυσαν και χλεύασαν Ιουδαίοι και Ρωμαίοι και τελικά πέθανε πάνω στο σταυρό ανάμεσα σε δύο ληστές ως κακοποιός. Και πράγματι αμέσως όταν άνοιξαν το στόμα τους για να κηρύξουν τον Ιησού Χριστό, κινητοποιήθηκαν οι ιερείς και άρχισαν άμεσα οι φυλακίσεις και οι ραβδισμοί και οι διωγμοί και οι κάθε είδους κακώσεις (Πράξ. δ΄ 1-22, ε΄ 17-42). Αλλά τι έλεγαν εκείνοι; “ημείς δεν δυνάμεθα να μη λαλώμεν όσα είδομεν και ηκούσαμεν” (Πράξ. δ΄20).
…………………
17—ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΕΡΟΣ  --Βιβλικό Μήνυμα
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΟΝΤΩΣ ΑΝΕΣΤΗ
του  Ξενοφώντος Π. Μόσχου δ.φ.

“Ει Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις υμών.”
(Α΄Κορ. ιε΄ 14)

(Διάβασε και Ματθ. κη΄ 1-15, Α΄Κορ. ιε΄ 1-28)

Α΄ Ποια απόδειξη της ανάστασης μπορούμε να απαιτήσουμε

Τέτοιοι ήταν οι μάρτυρες που μαρτύρησαν σε ολόκληρο τον τότε γνωστό κόσμο σχετικά με το γεγονός της ανάστασης του Χριστού, και τέτοια υπήρξε η μαρτυρία, την οποία υποστήριξαν με κάθε προθυμία και ειλικρίνεια μέσω των παθημάτων και θυσιών τους, αλλά και με την ίδια τη ζωή τους, και η οποία έγινε πιστευτή από τους σύγχρονους και έφτασε μέχρι τις ημέρες μας ώστε να προβάλλεται ήδη στην κρίση μας. Η ανάσταση του Χριστού είναι γεγονός που μαρτυρούν τόσο οι περιστάσεις όσο και οι ειδικοί μάρτυρες αυτού, οι απόστολοι, με τέτοια σαφήνεια και λεπτομέρεια, ώστε δεν υπάρχει οποιοδήποτε ιστορικό γεγονός, το οποίο κάποιος να πρέπει να αποδεχθεί από άποψη λογικής, όσο το γεγονός αυτό. Γι’αυτό ας παραμείνουμε στερεοί και ακλόνητοι στην πίστη μας σε εκείνον, ο οποίος σταυρώθηκε για τις δικές μας αμαρτίες και αναστήθηκε για τη δική μας δικαίωση.


Αλλά, κάποιος μπορεί να ρωτήσει, ποια είναι η ανάγκη της ανάστασης του Χριστού; Αν έπρεπε να ζεί, γιατί να πεθάνει; Αν έπρεπε να πεθάνει, για να αναστηθεί εκ νεκρών; Ο λόγος είναι εύκολος, και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των πλέον θεμελιωδών αληθειών της χριστιανικής θρησκείας. Διότι ο Χριστός δεν ήλθε στον κόσμο μόνο για να διδάξει, ούτε μόνο για να μας αφήσει ένα καλό παράδειγμα αυστηρού και συνεπούς βίου, αλλά προ πάντων, για να πεθάνει για τις αμαρτίες μας και να ικανοποιήσει τη θεία δικαιοσύνη. Αλλά για να είναι η ικανοποίηση πλήρης, έπρεπε η ποινή των δικών μας αμαρτιών, την οποία εκείνος υπέστη, να λήξει, να λάβει τέλος. επειδή, αν διαρκούσε η ποινή, αυτό θα ήταν σημείο ότι η ικανοποίηση δεν είχε συντελεστεί, δεν ήταν πλήρης και επαρκής. Επειδή λοιπόν ο θάνατος του Ιησού Χριστού ήταν ποινή για τις αμαρτίες μας, και ποινή επαρκής, δεν μπορούσε να εξακολουθεί η υπό το θάνατο κατάστασή του σύμφωνα με τις αρχές της απόλυτης δικαιοσύνης. Γι’αυτό λέμε ότι η ανάσταση του Χριστού είναι πιστοποίηση ότι η θεία δικαιοσύνη αποδέχθηκε το θάνατό του ως ποινή που ικανοποίησε αυτήν για τις αμαρτίες κάθε ανθρώπου. Γι’αυτό ο απόστολος Παύλος λέει, “εάν ο Χριστός δέν ανέστη, ματαία η πίστις υμών. έτι είσθε εν ταίς αμαρτίας υμών” (Κορ. Α΄ ιε΄17). Διότι, αν δεν είχε αναστηθεί, η θεία δικαιοσύνη θα παρέμενε χωρίς ικανοποίηση, και κανενός ανθρώπου οι αμαρτίες δεν θα μπορούσαν νασυγχωρεθούν.

Γ΄ Πρακτική χρήση της ανάστασης

Η πρακτική χρήση της αλήθειας του γεγονότος αυτού είναι απλούστατη. Πρέπει να συγκεντρώσουμε όλες τις ελπίδες μας και την πίστη μας στο Χριστό, αν θέλουμε να απαλλαγούμε από το κράτος της αμαρτίας και της κατάπτωσης. Αφού μέσω της ανάστασης αποδείχθηκε όχι μόνο ότι είναι Υιός Θεού αλλά και ότι η υπέρ των αμαρτωλών προσφορά της ζωής του έγινε εντελώς αποδεκτή από τη θεία δικαιοσύνη, είναι φανερό ότι αυτός και μπορεί να μας παραστήσει αθώους ενώπιον της θείας δικαιοσύνης και να αναπλάσει τη διεφθαρμένη μας ηθική φύση, και θέλει να ενεργήσει υπέρ ημών, αφού για το σκοπό αυτό κατήλθε στη γη και έπαθε υπέρ ημών. Κανείς άλλος δεν μπορούσε να πληρώσει λύτρο ικανό για την αμαρτία, διότι επειδή πρόκειται για προσβολή και αποστασία κατά του Ύψιστου Θεού, δεν μπορούσε να αποπλυθεί διαφορετικά παρά μέσω του αίματος και της συντριβής κάποιου που θα είχε θέση και αξία και τιμή και δόξα θεία και μόνον ένας τα έχει όλα αυτά, ο Ιησούς Χριστός. Αν δε σε αυτόν συγκεντρώσουμε όλη την πίστη μας και βασίσουμε όλες μας τις ελπίδες, ο θάνατος για μας θα “καταποθή εις νίκος”, και ο Σωτήρας που εγέρθηκε από το μνήμα την τρίτη ημέρα μετά τη σταύρωση, θα γίνει ο αρχηγός της ζωής και της ανάστασής μας. Διότι όπως αυτός νίκησε το θάνατο και επανέφερε το σώμα του στη ζωή μέσω της θείας δύναμής του, έτσι και εμείς μέσω αυτού κάποτε θα νικήσουμε το θάνατο, όταν ηχήσει η τελευταία σάλπιγγα και αναστηθούμε κι εμείς σε ζωή όμοια προς τη ζωή αυτού. Αυτός άνοιξε το δρόμο, και εμείς θα ακολουθήσουμε κάποια στιγμή. “Εάν ο Χριστός δεν ανέστη μάταιον άρα είναι το κήρυγμα ημών, ματαία δε η πίστις ημών… Αλλά τώρα ο Χριστός ανέστη εκ νεκρών. έγεινεν απαρχή των κεκοιμημένων. Επειδή καθώς πάντες αποθνήσκουσιν εν τω Αδάμ, ούτω και πάντες θέλουσι ζωοποιηθεί εν τω Χριστώ. Έκαστος όμως κατά την ιδίαν αυτού τάξιν. ο Χριστός είναι η απαρχή. έπειτα όσοι είναι του Χριστού, εν τη παρουσία αυτού” (Κορ. Α΄ιε΄14-23).
 αποσυντεθεί στην αιματώδη ύλη και τον υδατώδη ορό. Ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος, κρυφοί μαθητές του Χριστού, ανέλαβαν τα ζητήματα της ταφής, οι δε ένοχοι αρχιερείς, οι οποίοι φοβούνταν ακόμη και νεκρό τον άδικα καταδιωχθέντα και καταδικασθέντα, έσπευσαν να σφραγίσουν τον ογκόλιθο που έφρασσε το μνήμα του Χριστού και να τοποθετήσουν στρατιωτική φρουρά γύρω από αυτό.
ΑΡΑΧΝΕΣ  24-7-2017











…………………