24-2-2019---No 09--Εβραίους 8--9--10--11--12--13

Iδού έρχομαι ταχέως !!!

Iδού έρχομαι ταχέως !!! 

………………………………..
Εβραίους 8
Κεφάλαιον δε των λεγομένων είναι τούτο, Τοιούτον έχομεν αρχιερέα, όστις εκάθησεν εν δεξιά του θρόνου της μεγαλωσύνης εν τοις ουρανοίς,
2 λειτουργός των αγίων και της σκηνής της αληθινής, την οποίαν κατεσκεύασεν ο Κύριος, και ουχί άνθρωπος.
3 Διότι πας αρχιερεύς καθίσταται διά να προσφέρη δώρα και θυσίας· όθεν είναι αναγκαίον να έχη και ούτός τι, το οποίον να προσφέρη.
4 Επειδή εάν ήτο επί γης, ουδέ ήθελεν είσθαι ιερεύς, διότι υπήρχον οι ιερείς οι προσφέροντες τα δώρα κατά τον νόμον,
5 οίτινες λειτουργούσιν εις υπόδειγμα και σκιάν των επουρανίων, καθώς ελαλήθη προς τον Μωϋσήν ότε έμελλε να κατασκευάση την σκηνήν· διότι Πρόσεχε, λέγει, να κάμης πάντα κατά τον τύπον τον δειχθέντα εις σε εν τω όρει.
6 Τώρα όμως ο Χριστός έλαβεν εξοχωτέραν λειτουργίαν, καθόσον είναι και ανωτέρας διαθήκης μεσίτης, ήτις ενομοθετήθη με ανωτέρας επαγγελίας.
7 Διότι εάν η πρώτη εκείνη ήτο άμεμπτος, δεν ήθελε ζητείσθαι τόπος διά την δευτέραν.
8 Διότι μεμφόμενος αυτούς λέγει· Ιδού, έρχονται ημέραι, λέγει Κύριος, και θέλω συντελέσει επί τον οίκον του Ισραήλ και επί τον οίκον του Ιούδα διαθήκην καινήν,
9 ουχί κατά την διαθήκην, την οποίαν έκαμον προς τους πατέρας αυτών, καθ' ην ημέραν επίασα αυτούς από της χειρός διά να εξαγάγω αυτούς εκ γης Αιγύπτου· διότι αυτοί δεν ενέμειναν εις την διαθήκην μου, και εγώ ημέλησα αυτούς, λέγει Κύριος.

10 Διότι αύτη είναι η διαθήκη, την οποίαν θέλω κάμει προς τον οίκον του Ισραήλ μετά τας ημέρας εκείνας, λέγει Κύριος· Θέλω δώσει τους νόμους μου εις την διάνοιαν αυτών, και θέλω γράψει αυτούς επί της καρδίας αυτών, και θέλω είσθαι εις αυτούς Θεός, και αυτοί θέλουσιν είσθαι εις εμέ λαός.
11 Και δεν θέλουσι διδάσκει έκαστος τον πλησίον αυτού και έκαστος τον αδελφόν αυτού, λέγων· Γνώρισον τον Κύριον· διότι πάντες θέλουσι με γνωρίζει από μικρού έως μεγάλου αυτών·
12 διότι θέλω είσθαι ίλεως εις τας αδικίας αυτών, και τας αμαρτίας αυτών και τας ανομίας αυτών δεν θέλω ενθυμείσθαι πλέον.
13 Λέγων δε καινήν, έκαμε παλαιάν την πρώτην· το δε παλαιούμενον και γηράσκον είναι πλησίον αφανισμού.

…………………………
Εβραίους 9
1 Είχε μεν λοιπόν και η πρώτη σκηνή διατάξεις λατρείας και το άγιον το κοσμικόν.
2 Διότι κατεσκευάσθη σκηνή η πρώτη, εις την οποίαν ήτο και η λυχνία και η τράπεζα και η πρόθεσις των άρτων, ήτις λέγεται Άγια.
3 Μετά δε το δεύτερον καταπέτασμα ήτο σκηνή η λεγομένη Άγια αγίων,
4 έχουσα χρυσούν θυμιατήριον και την κιβωτόν της διαθήκης πανταχόθεν περικεκαλυμμένην με χρυσίον, εν ή ήτο στάμνος χρυσή, έχουσα το μάννα, και η ράβδος του Ααρών η βλαστήσασα και αι πλάκες της διαθήκης,
5 υπεράνω δε αυτής ήσαν Χερουβείμ δόξης κατασκιάζοντα το ιλαστήριον· περί των οποίων δεν είναι τώρα χρεία να λέγωμεν κατά μέρος.
6 Όντων δε τούτων ούτω κατεσκευασμένων, εις μεν την πρώτην σκηνήν εισέρχονται διαπαντός οι ιερείς εκτελούντες τας λατρείας,
7 εις δε την δευτέραν άπαξ του ενιαυτού εισέρχεται μόνος ο αρχιερεύς, ουχί χωρίς αίματος, το οποίον προσφέρει υπέρ εαυτού και των εξ αγνοίας αμαρτημάτων του λαού,
8 και τούτο εδηλοποίει το Πνεύμα το Άγιον, ότι δεν ήτο πεφανερωμένη η εις τα άγια οδός, επειδή η πρώτη σκηνή ίστατο έτι·

9 ήτις ήτο τύπος εις τον τότε παρόντα καιρόν, καθ' ον προσεφέροντο δώρα και θυσίαι, αίτινες δεν ηδύναντο να κάμωσι τέλειον κατά την συνείδησιν τον λατρεύοντα,
10 επειδή ήσαν διατεταγμένα μόνον εις βρώματα και πόματα και διαφόρους βαπτισμούς και διατάξεις σαρκικάς, μέχρι καιρού διορθώσεως.
11 Ελθών δε ο Χριστός αρχιερεύς των μελλόντων αγαθών διά της μεγαλητέρας και τελειοτέρας σκηνής, ουχί χειροποιήτου, τουτέστιν ουχί ταύτης της κατασκευής,
12 ουδέ δι' αίματος τράγων και μόσχων, αλλά διά του ιδίου αυτού αίματος, εισήλθεν άπαξ εις τα άγια, αποκτήσας αιωνίαν λύτρωσιν.
13 Διότι εάν το αίμα των ταύρων και τράγων και η σποδός της δαμάλεως ραντίζουσα τους μεμολυσμένους αγιάζη προς την καθαρότητα της σαρκός,
14 πόσω μάλλον το αίμα του Χριστού, όστις διά του Πνεύματος του αιωνίου προσέφερεν εαυτόν άμωμον εις τον Θεόν, θέλει καθαρίσει την συνείδησίν σας από νεκρών έργων εις το να λατρεύητε τον ζώντα Θεόν;
15 Και διά τούτο είναι μεσίτης διαθήκης καινής, ίνα διά του θανάτου, όστις έγεινε προς απολύτρωσιν των επί της πρώτης διαθήκης παραβάσεων, λάβωσιν οι κεκλημένοι την επαγγελίαν της αιωνίου κληρονομίας.
16 Διότι όπου είναι διαθήκη, ανάγκη να υπάρχη θάνατος εκείνου, όστις έκαμε την διαθήκην·
17 διότι η διαθήκη επί τεθνεώτων είναι βεβαία, επειδή ποτέ δεν ισχύει, ενόσω ζη ο διαθέτης.

18 Όθεν ουδέ η πρώτη δεν ήτο εγκαινιασμένη χωρίς αίματος·
19 διότι αφού πάσα εντολή του νόμου ελαλήθη υπό του Μωϋσέως προς πάντα τον λαόν, λαβών το αίμα των μόσχων και των τράγων με ύδωρ και μαλλίον κόκκινον και ύσσωπον, ερράντισε και αυτό το βιβλίον και πάντα τον λαόν,
20 λέγων· Τούτο είναι το αίμα της διαθήκης, την οποίαν διέταξεν εις εσάς ο Θεός·
21 και την σκηνήν δε και πάντα τα σκεύη της υπηρεσίας με το αίμα ομοίως ερράντισε.
22 Και σχεδόν με αίμα καθαρίζονται πάντα κατά τον νόμον, και χωρίς χύσεως αίματος δεν γίνεται άφεσις.
23 Ανάγκη λοιπόν ήτο οι μεν τύποι των επουρανίων να καθαρίζωνται διά τούτων, αυτά όμως τα επουράνια με θυσίας ανωτέρας παρά ταύτας.
24 Διότι ο Χριστός δεν εισήλθεν εις χειροποίητα άγια, αντίτυπα των αληθινών, αλλ' εις αυτόν τον ουρανόν, διά να εμφανισθή τώρα ενώπιον του Θεού υπέρ ημών·
25 ουδέ διά να προσφέρη πολλάκις εαυτόν, καθώς ο αρχιερεύς εισέρχεται εις τα άγια κατ' ενιαυτόν με ξένον αίμα·
26 διότι έπρεπε τότε πολλάκις να πάθη από καταβολής κόσμου· τώρα δε άπαξ εις το τέλος των αιώνων εφανερώθη, διά να αθετήση την αμαρτίαν διά της θυσίας εαυτού.
27 Και καθώς είναι αποφασισμένον εις τους ανθρώπους άπαξ να αποθάνωσι, μετά δε τούτο είναι κρίσις,
28 ούτω και ο Χριστός, άπαξ προσφερθείς διά να σηκώση τας αμαρτίας πολλών, θέλει φανή εκ δευτέρου χωρίς αμαρτίας εις τους προσμένοντας αυτόν διά σωτηρίαν.

…………………………….
Εβραίους 10
1 Διότι ο νόμος, έχων σκιάν των μελλόντων αγαθών, ουχί αυτήν την εικόνα των πραγμάτων, δεν δύναταί ποτέ διά των αυτών θυσιών, τας οποίας προσφέρουσι κατ' ενιαυτόν πάντοτε να τελειοποιήση τους προσερχομένους·
2 επειδή τότε δεν ήθελον παύσει να προσφέρωνται, διότι οι λατρευταί άπαξ καθαρισθέντες, δεν ήθελον έχει πλέον ουδεμίαν συνείδησιν αμαρτιών·
3 αλλ' εν αυταίς γίνεται κατ' ενιαυτόν ανάμνησις αμαρτιών·
4 διότι αδύνατον είναι αίμα ταύρων και τράγων να αφαιρή αμαρτίας.
5 Διά τούτο εισερχόμενος εις τον κόσμον, λέγει· Θυσίαν και προσφοράν δεν ηθέλησας, αλλ' ητοίμασας εις εμέ σώμα·
6 εις ολοκαυτώματα και προσφοράς περί αμαρτίας δεν ευηρεστήθης·
7 τότε είπον· Ιδού, έρχομαι, εν τω τόμω του βιβλίου είναι γεγραμμένον περί εμού, διά να κάμω, ω Θεέ, το θέλημά σου.
8 Αφού είπεν ανωτέρω ότι θυσίαν και προσφοράν και ολοκαυτώματα και προσφοράς περί αμαρτίας δεν ηθέλησας ουδέ ευηρεστήθης εις αυτάς, αίτινες προσφέρονται κατά τον νόμον,
9 τότε είπεν· Ιδού, έρχομαι διά να κάμω, ω Θεέ, το θέλημά σου. Αναιρεί το πρώτον, διά να συστήση το δεύτερον.
10 Με το οποίον θέλημα είμεθα ηγιασμένοι διά της προσφοράς του σώματος του Ιησού Χριστού άπαξ γενομένης.
11 Και πας μεν ιερεύς ίσταται καθ' ημέραν λειτουργών και τας αυτάς πολλάκις προσφέρων θυσίας, αίτινες ποτέ δεν δύνανται να αφαιρέσωσιν αμαρτίας·
12 αλλ' αυτός αφού προσέφερε μίαν θυσίαν υπέρ αμαρτιών, εκάθησε διαπαντός εν δεξιά του Θεού,
13 προσμένων του λοιπού εωσού τεθώσιν οι εχθροί αυτού υποπόδιον των ποδών αυτού.
14 Διότι με μίαν προσφοράν ετελειοποίησε διά παντός τους αγιαζομένους.

15 Μαρτυρεί δε εις ημάς και το Πνεύμα το Αγιον· διότι αφού είπε πρότερον,
16 Αύτη είναι η διαθήκη, την οποίαν θέλω κάμει προς αυτούς μετά τας ημέρας εκείνας, λέγει ο Κύριος· Θέλω δώσει τους νόμους μου εις τας καρδίας αυτών και θέλω γράψει αυτούς επί των διανοιών αυτών, προσθέτει,
17 Και τας αμαρτίας αυτών και τας ανομίας αυτών δεν θέλω ενθυμείσθαι πλέον.
18 Όπου δε είναι άφεσις τούτων, δεν είναι πλέον προσφορά περί αμαρτίας.
19 Έχοντες λοιπόν, αδελφοί, παρρησίαν να εισέλθωμεν εις τα άγια διά του αίματος του Ιησού,
20 διά νέας και ζώσης οδού, την οποίαν καθιέρωσεν εις ημάς διά του καταπετάσματος, τουτέστι της σαρκός αυτού,
21 και έχοντες ιερέα μέγαν επί τον οίκον του Θεού,
22 ας πλησιάζωμεν μετά αληθινής καρδίας εν πληροφορία πίστεως, έχοντες τας καρδίας ημών κεκαθαρμένας από συνειδήσεως πονηράς και λελουμένοι το σώμα με ύδωρ καθαρόν·
23 ας κρατώμεν την ομολογίαν της ελπίδος ασάλευτον· διότι πιστός ο υποσχεθείς·
24 και ας φροντίζωμεν περί αλλήλων, παρακινούντες εις αγάπην και καλά έργα,
25 μη αφίνοντες το να συνερχώμεθα ομού, καθώς είναι συνήθεια εις τινάς, αλλά προτρέποντες αλλήλους, και τοσούτω μάλλον, όσον βλέπετε πλησιάζουσαν την ημέραν.
26 Διότι εάν ημείς αμαρτάνωμεν εκουσίως, αφού ελάβομεν την γνώσιν της αληθείας, δεν απολείπεται πλέον θυσία περί αμαρτιών,
27 αλλά φοβερά τις απεκδοχή κρίσεως και έξαψις πυρός, το οποίον μέλλει να κατατρώγη τους εναντίους.
28 Εάν τις αθετήση τον νόμον του Μωϋσέως, επί δύο ή τριών μαρτύρων αποθνήσκει χωρίς έλεος·
29 πόσον στοχάζεσθε χειροτέρας τιμωρίας θέλει κριθή άξιος ο καταπατήσας τον Υιόν του Θεού και νομίσας κοινόν το αίμα της διαθήκης, με το οποίον ηγιάσθη, και υβρίσας το Πνεύμα της χάριτος;

30 Διότι εξεύρομεν τον ειπόντα· Εις εμέ ανήκει η εκδίκησις, εγώ θέλω κάμει ανταπόδοσιν, λέγει Κύριος· και πάλιν· Ο Κύριος θέλει κρίνει τον λαόν αυτού.
31 Φοβερόν είναι το να πέση τις εις χείρας Θεού ζώντος.
32 Αναφέρετε δε εις την μνήμην σας τας προτέρας ημέρας, εν αις αφού εφωτίσθητε, υπεμείνατε μέγαν αγώνα παθημάτων·
33 ποτέ μεν θεατριζόμενοι με ονειδισμούς και θλίψεις, ποτέ δε γινόμενοι κοινωνοί των τα τοιαύτα παθόντων.
34 Διότι εδείξατε συμπάθειαν εις τα δεσμά μου και εδέχθητε μετά χαράς την αρπαγήν των υπαρχόντων σας, εξεύροντες ότι έχετε εις εαυτούς περιουσίαν εν ουρανοίς καλητέραν και διαμένουσαν.
35 Μη αποβάλητε λοιπόν την παρρησίαν σας, ήτις έχει μισθαποδοσίαν μεγάλην.
36 Διότι έχετε χρείαν υπομονής, διά να κάμητε το θέλημα του Θεού και να λάβητε την επαγγελίαν.
37 Διότι έτι ολίγον καιρόν, και θέλει ελθεί ο ερχόμενος και δεν θέλει βραδύνει.
38 Ο δε δίκαιος θέλει ζήσει εκ πίστεως· και εάν τις συρθή οπίσω, η ψυχή μου δεν ευαρεστείται εις αυτόν.
39 Ημείς όμως δεν είμεθα εκ των συρομένων οπίσω προς απώλειαν, αλλ' εκ των πιστευόντων προς σωτηρίαν της ψυχής.

………………………….
Εβραίους 11
1 Είναι δε η πίστις ελπιζομένων πεποίθησις, βεβαίωσις πραγμάτων μη βλεπομένων.
2 Διότι διά ταύτης έλαβον καλήν μαρτυρίαν οι πρεσβύτεροι.
3 Διά πίστεως εννοούμεν ότι οι αιώνες εκτίθησαν με τον λόγον του Θεού, ώστε τα βλεπόμενα δεν έγειναν εκ φαινομένων.
4 Διά πίστεως ο Άβελ προσέφερε προς τον Θεόν καλητέραν θυσίαν παρά τον Κάϊν, διά της οποίας εμαρτυρήθη ότι ήτο δίκαιος, επειδή ο Θεός έδωκε μαρτυρίαν περί των δώρων αυτού, και δι' αυτής καίτοι αποθανών έτι λαλεί.
5 Διά πίστεως μετετέθη ο Ενώχ, διά να μη ίδη θάνατον, και δεν ευρίσκετο, διότι μετέθεσεν αυτόν ο Θεός· επειδή προ της μεταθέσεως αυτού εμαρτυρήθη ότι ευηρέστησεν εις τον Θεόν·
6 χωρίς δε πίστεως αδύνατον είναι να ευαρεστήση τις εις αυτόν· διότι ο προσερχόμενος εις τον Θεόν πρέπει να πιστεύη ότι είναι και γίνεται μισθαποδότης εις τους εκζητούντας αυτόν.
7 Διά πίστεως ο Νώε, ειδοποιηθείς θεόθεν περί των μη βλεπομένων έτι, εφοβήθη και κατεσκεύασε κιβωτόν προς σωτηρίαν του οίκου αυτού, δι' ης κατέκρινε τον κόσμον και έγεινε κληρονόμος της διά πίστεως δικαιοσύνης.
8 Διά πίστεως υπήκουσεν ο Αβραάμ, ότε εκαλείτο να εξέλθη εις τον τόπον τον οποίον έμελλε να λάβη εις κληρονομίαν, και εξήλθε μη εξεύρων που υπάγει.
9 Διά πίστεως παρώκησεν εις την γην της επαγγελίας ως ξένην, κατοικήσας εν σκηναίς μετά Ισαάκ και Ιακώβ των συγκληρονόμων της αυτής επαγγελίας·
10 διότι περιέμενε την πόλιν την έχουσαν τα θεμέλια, της οποίας τεχνίτης και δημιουργός είναι ο Θεός.

11 Διά πίστεως και αυτή η Σάρρα έλαβε δύναμιν εις το να συλλάβη σπέρμα και παρά καιρόν ηλικίας εγέννησεν, επειδή εστοχάσθη πιστόν τον υποσχεθέντα.
12 Διά τούτο και εξ ενός, μάλιστα νενεκρωμένου, εγεννήθησαν καθώς τα άστρα του ουρανού κατά το πλήθος, και ως η άμμος η παρά το χείλος της θαλάσσης, ήτις δεν δύναται να αριθμηθή.
13 Εν πίστει απέθανον ούτοι πάντες, μη λαβόντες τας επαγγελίας, αλλά μακρόθεν ιδόντες αυτάς και πεισθέντες και εγκολπωθέντες και ομολογήσαντες ότι είναι ξένοι και παρεπίδημοι επί της γης.
14 Διότι οι λέγοντες τοιαύτα δεικνύουσιν ότι ζητούσι πατρίδα.
15 Και εάν μεν ενεθυμούντο εκείνην, εξ ης εξήλθον, ήθελον ευρεί καιρόν να επιστρέψωσι·
16 τώρα όμως επιθυμούσι καλητέραν, τουτέστιν επουράνιον. Διά τούτο ο Θεός δεν επαισχύνεται αυτούς να λέγηται Θεός αυτών, διότι ητοίμασε δι' αυτούς πόλιν.

17 Διά πίστεως ο Αβραάμ, ότε εδοκιμάζετο, προσέφερε τον Ισαάκ, και τον μονογενή αυτού προσέφερεν εκείνος όστις ανεδέχθη τας επαγγελίας,
18 προς τον οποίον ελαλήθη ότι εν Ισαάκ θέλει κληθή εις σε σπέρμα,
19 συλλογισθείς ότι ο Θεός δύναται και εκ νεκρών να ανεγείρη· εξ ων και έλαβεν αυτόν οπίσω παραβολικώς.
20 Διά πίστεως ο Ισαάκ ηυλόγησε τον Ιακώβ και τον Ησαύ περί των μελλόντων.
21 Διά πίστεως ο Ιακώβ αποθνήσκων ηυλόγησεν έκαστον των υιών του Ιωσήφ και προσεκύνησεν επιστηριζόμενος επί το άκρον της ράβδου αυτού.
22 Διά πίστεως ο Ιωσήφ αποθνήσκων προανήγγειλε περί της εξόδου των υιών Ισραήλ και παρήγγειλε περί των οστέων αυτού.
23 Διά πίστεως ο Μωϋσής, αφού εγεννήθη, εκρύφθη τρεις μήνας υπό των γονέων αυτού, διότι είδον κεχαριτωμένον το παιδίον, και δεν εφοβήθησαν το διάταγμα του βασιλέως.
24 Διά πίστεως ο Μωϋσής, αφού εμεγάλωσεν, ηρνήθη να λέγηται υιός της θυγατρός του Φαραώ,
25 προκρίνας μάλλον να κακουχήται με τον λαόν του Θεού παρά να έχη πρόσκαιρον απόλαυσιν αμαρτίας,
26 κρίνας τον υπέρ του Χριστού ονειδισμόν μεγαλήτερον πλούτον παρά τους εν Αιγύπτω θησαυρούς· διότι απέβλεπεν εις την μισθαποδοσίαν.

27 Διά πίστεως αφήκε την Αίγυπτον, μη φοβηθείς τον θυμόν του βασιλέως· διότι ως βλέπων τον αόρατον ενεκαρτέρησε.
28 Διά πίστεως έκαμε το πάσχα και την πρόσχυσιν του αίματος, διά να μη εγγίση αυτούς ο εξολοθρεύων τα πρωτότοκα.
29 Διά πίστεως διέβησαν την Ερυθράν θάλασσαν ως διά ξηράς, την οποίαν δοκιμάσαντες οι Αιγύπτιοι κατεποντίσθησαν.
30 Διά πίστεως έπεσον τα τείχη της Ιεριχώ, αφού εκυκλώθησαν επί επτά ημέρας.
31 Διά πίστεως η πόρνη Ραάβ δεν συναπωλέσθη με τους απειθήσαντας, δεχθείσα τους κατασκόπους με ειρήνην.
32 Και τι έτι να λέγω; Διότι θέλει με λείψει ο καιρός διηγούμενον περί Γεδεών, Βαράκ τε και Σαμψών και Ιεφθάε, Δαβίδ τε και Σαμουήλ και των προφητών,
33 οίτινες διά της πίστεως κατεπολέμησαν βασιλείας, ειργάσθησαν δικαιοσύνην, επέτυχον τας επαγγελίας, έφραξαν στόματα λεόντων,
34 έσβεσαν δύναμιν πυρός, έφυγον στόματα μαχαίρας, ενεδυναμώθησαν από ασθενείας, έγειναν ισχυροί εν πολέμω, έτρεψαν εις φυγήν στρατεύματα αλλοτρίων.
35 Έλαβον γυναίκες τους νεκρούς αυτών αναστηθέντας· άλλοι δε εβασανίσθησαν, μη δεχθέντες την απολύτρωσιν, διά να αξιωθώσι καλητέρας αναστάσεως·
36 άλλοι δε εδοκίμασαν εμπαιγμούς και μάστιγας, έτι δε και δεσμά και φυλακήν·

37 ελιθοβολήθησαν, επριονίσθησαν, επειράσθησαν, με σφαγήν μαχαίρας απέθανον, περιεπλανήθησαν με δέρματα προβάτων, με δέρματα αιγών· υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι,
38 των οποίων δεν ήτο άξιος ο κόσμος, πλανώμενοι εν ερημίαις και όρεσι και σπηλαίοις και ταις τρύπαις της γης.
39 Και ούτοι πάντες αν και έλαβον καλήν μαρτυρίαν διά της πίστεως, δεν απήλαυσαν την επαγγελίαν,
40 διότι ο Θεός προέβλεψε καλύτερόν τι περί ημών, διά να μη λάβωσι την τελειότητα χωρίς ημών.

……………………………….
Εβραίους 12
1 Λοιπόν και ημείς, περικυκλωμένοι όντες υπό τοσούτου νέφους μαρτύρων, ας απορρίψωμεν παν βάρος και την ευκόλως εμπεριπλέκουσαν ημάς αμαρτίαν, και ας τρέχωμεν μεθ' υπομονής τον προκείμενον εις ημάς αγώνα,
2 αποβλέποντες εις τον Ιησούν, τον αρχηγόν και τελειωτήν της πίστεως, όστις υπέρ της χαράς της προκειμένης εις αυτόν υπέφερε σταυρόν, καταφρονήσας την αισχύνην, και εκάθησεν εν δεξιά του θρόνου του Θεού.
3 Διότι συλλογίσθητε τον υπομείναντα υπό των αμαρτωλών τοιαύτην αντιλογίαν εις εαυτόν, διά να μη αποκάμητε χαυνούμενοι κατά τας ψυχάς σας.
4 Δεν αντεστάθητε έτι μέχρις αίματος αγωνιζόμενοι κατά της αμαρτίας,
5 και ελησμονήσατε την νουθεσίαν, ήτις λαλεί προς εσάς ως προς υιούς, λέγουσα· Υιέ μου, μη καταφρονής την παιδείαν του Κυρίου, μηδέ αθυμής ελεγχόμενος υπ' αυτού.
6 Διότι όντινα αγαπά Κύριος παιδεύει και μαστιγόνει πάντα υιόν, τον οποίον παραδέχεται.

7 Εάν υπομένητε την παιδείαν, ο Θεός φέρεται προς εσάς ως προς υιούς· διότι τις υιός είναι, τον οποίον δεν παιδεύει ο πατήρ;
8 Εάν όμως ήσθε χωρίς παιδείαν, της οποίας έγειναν μέτοχοι πάντες, άρα είσθε νόθοι και ουχί υιοί,
9 έπειτα τους μεν κατά σάρκα πατέρας ημών είχομεν παιδευτάς και εσεβόμεθα αυτούς· δεν θέλομεν υποταχθή πολλώ μάλλον εις τον Πατέρα των πνευμάτων και ζήσει;
10 Διότι εκείνοι μεν προς ολίγας ημέρας επαίδευον ημάς κατά την αρέσκειαν αυτών, ο δε προς το συμφέρον ημών, διά να γείνωμεν μέτοχοι της αγιότητος αυτού.
11 Πάσα δε παιδεία προς μεν το παρόν δεν φαίνεται ότι είναι πρόξενος χαράς, αλλά λύπης, ύστερον όμως αποδίδει εις τους γυμνασθέντας δι' αυτής καρπόν ειρηνικόν δικαιοσύνης.
12 Διά τούτο ανορθώσατε τας κεχαυνωμένας χείρας και τα παραλελυμένα γόνατα,
13 και κάμετε εις τους πόδας σας ευθείας οδούς, διά να μη εκτραπή το χωλόν, αλλά μάλλον να θεραπευθή.
14 Ζητείτε ειρήνην μετά πάντων, και τον αγιασμόν, χωρίς του οποίου ουδείς θέλει ιδεί τον Κύριον,
15 παρατηρούντες μήπως υστερήταί τις από της χάριτος του Θεού, μήπως ρίζα τις πικρίας αναφύουσα φέρη ενόχλησιν και διά ταύτης μιανθώσι πολλοί,

16 μήπως ήναι τις πόρνος ή βέβηλος καθώς ο Ησαύ, όστις διά μίαν βρώσιν επώλησε τα πρωτοτόκια αυτού.
17 Επειδή εξεύρετε ότι και μετέπειτα, θέλων να κληρονομήση την ευλογίαν, απεδοκιμάσθη, διότι δεν εύρε τόπον μετανοίας, αν και εξεζήτησεν αυτήν μετά δακρύων.
18 Διότι δεν προσήλθετε εις όρος ψηλαφώμενον και καιόμενον με πυρ και εις ζόφον και σκότος και ανεμοστρόβιλον
19 και εις σάλπιγγος ήχον και φωνήν λόγων, την οποίαν οι ακούσαντες παρεκάλεσαν να μη λαληθή πλέον προς αυτούς ο λόγος·
20 διότι δεν υπέφερον το προσταττόμενον· Και ζώον εάν εγγίση το όρος, θέλει λιθοβοληθή ή με βέλη θέλει κατατοξευθή·
21 και τόσον φοβερόν ήτο το φαινόμενον, ώστε ο Μωϋσής είπε· Κατάφοβος είμαι και έντρομος·

22 αλλά προσήλθετε εις όρος Σιών και εις πόλιν Θεού ζώντος, την επουράνιον Ιερουσαλήμ, και εις μυριάδας αγγέλων,
23 εις πανήγυριν και εκκλησίαν πρωτοτόκων καταγεγραμμένων εν τοις ουρανοίς, και εις Θεόν κριτήν πάντων, και εις πνεύματα δικαίων οίτινες έλαβον την τελειότητα,
24 και εις νέας διαθήκης μεσίτην Ιησούν, και εις αίμα καθαρισμού το οποίον λαλεί καλήτερα παρά το του Άβελ.
25 Προσέχετε μη καταφρονήσητε τον λαλούντα. Διότι αν εκείνοι δεν απέφυγον, καταφρονήσαντες τον λαλούντα προς αυτούς επί της γης, πολλώ μάλλον ημείς εάν αποστραφώμεν τον λαλούντα από των ουρανών·
26 του οποίου η φωνή την γην εσάλευσε τότε, τώρα δε υπεσχέθη, λέγων· Έτι άπαξ εγώ σείω ουχί μόνον την γην, αλλά και τον ουρανόν.
27 Το δε έτι άπαξ δηλοί των σαλευομένων την μετάθεσιν ως χειροποιήτων, διά να μείνωσι τα μη σαλευόμενα.
28 Διά τούτο παραλαμβάνοντες βασιλείαν ασάλευτον, ας κρατώμεν την χάριν, διά της οποίας να λατρεύωμεν ευαρέστως τον Θεόν με σέβας και ευλάβειαν.
29 Διότι ο Θεός ημών είναι πυρ καταναλίσκον.
…………………………

Εβραίους 13
1 Η φιλαδελφία ας μένη.
2 Την φιλοξενίαν μη λησμονείτε· επειδή διά ταύτης τινές εφιλοξένησαν αγγέλους μη γνωρίζοντες.
3 Ενθυμείσθε τους δεσμίους ως συνδέσμιοι, τους ταλαιπωρουμένους ως όντες και σεις εν σώματι.
4 Τίμιος έστω ο γάμος εις πάντας και η κοίτη αμίαντος· τους δε πόρνους και μοιχούς θέλει κρίνει ο Θεός.
5 Ο τρόπος σας έστω αφιλάργυρος, αρκείσθε εις τα παρόντα, διότι αυτός είπε· Δεν θέλω σε αφήσει ουδέ σε εγκαταλείψει·
6 ώστε ημείς θαρρούντες να λέγωμεν· Ο Κύριος βοηθός μου, και δεν θέλω φοβηθή· τι να μοι κάμη άνθρωπος;
7 Ενθυμείσθε τους προεστώτάς σας, οίτινες ελάλησαν προς εσάς τον λόγον του Θεού, των οποίων μιμείσθε την πίστιν, έχοντες προ οφθαλμών το αποτέλεσμα του πολιτεύματος αυτών.
8 Ο Ιησούς Χριστός είναι ο αυτός χθές και σήμερον και εις τους αιώνας.
9 Μη πλανάσθε με διδαχάς ποικίλας και ξένας· διότι καλόν είναι με την χάριν να στερεόνηται η καρδία, ουχί με βρώματα, εις τα οποία όσοι περιεπάτησαν δεν ωφελήθησαν.
10 Έχομεν θυσιαστήριον, εξ ου δεν έχουσιν εξουσίαν να φάγωσιν οι λατρεύοντες εις την σκηνήν.
11 Διότι των ζώων, των οποίων το αίμα εισφέρεται εις τα άγια διά του αρχιερέως περί αμαρτίας, τούτων τα σώματα κατακαίονται έξω του στρατοπέδου.
12 Όθεν και ο Ιησούς, διά να αγιάση τον λαόν διά του ιδίου αυτού αίματος, έξω της πύλης έπαθεν.
13 Ας εξερχώμεθα λοιπόν προς αυτόν έξω του στρατοπέδου, τον ονειδισμόν αυτού φέροντες·
14 διότι δεν έχομεν εδώ πόλιν διαμένουσαν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν.
15 Δι' αυτού λοιπόν ας αναφέρωμεν πάντοτε εις τον Θεόν θυσίαν αινέσεως, τουτέστι καρπόν χειλέων ομολογούντων το όνομα αυτού.

16 Την δε αγαθοποιΐαν και το μεταδοτικόν μη λησμονείτε, διότι εις τοιαύτας θυσίας ευαρεστείται ο Θεός.
17 Πείθεσθε εις τους προεστώτάς σας και υπακούετε· διότι αυτοί αγρυπνούσιν υπέρ των ψυχών σας ως μέλλοντες να αποδώσωσι λόγον· διά να κάμνωσι τούτο μετά χαράς και μη στενάζοντες· διότι τούτο δεν σας ωφελεί.
18 Προσεύχεσθε περί ημών· διότι είμεθα πεπεισμένοι ότι έχομεν καλήν συνείδησιν, θέλοντες να πολιτευώμεθα κατά πάντα καλώς.
19 Περισσότερον δε παρακαλώ να κάμητε τούτο, διά να αποκατασταθώ εις εσάς ταχύτερα.
20 Ο δε Θεός της ειρήνης, όστις ανεβίβασεν εκ των νεκρών τον μέγαν ποιμένα των προβάτων διά του αίματος της αιωνίου διαθήκης, τον Κύριον ημών Ιησούν,
21 είθε να σας κάμη τελείους εις παν έργον αγαθόν, διά να εκτελήτε το θέλημα αυτού, ενεργών εν υμίν το ευάρεστον ενώπιον αυτού διά του Ιησού Χριστού, εις τον οποίον είη η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων· αμήν.
22 Σας παρακαλώ δε, αδελφοί, υποφέρετε τον λόγον της νουθεσίας· διότι εν συντομία σας έγραψα.
23 Εξεύρετε ότι ο αδελφός Τιμόθεος απελύθη της φυλακής, μετά του οποίου, εάν έλθη ταχύτερα, θέλω σας ιδεί.
24 Ασπάσθητε πάντας τους προεστώτάς σας και πάντας τους αγίους. Σας ασπάζονται οι από της Ιταλίας.
25 Η χάρις είη μετά πάντων υμών· αμήν.

















…………

23-2-2019--Νο 08----ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΑΚΩBΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΑ-1-2- 3-4-5: ΚΕΦΑΛΑΙΑ


Ιακώβου 1
1 Ο ΙΑΚΩΒΟΣ, δούλος τού Θεού και του Κυρίου Ιησού Χριστού, προς τις δώδεκα φυλές, που είναι στη διασπορά, χαίρετε.
2 Κάθε χαρά θεωρήστε, αδελφοί μου, όταν περιπέσετε σε διάφορους πειρασμούς·
3 γνωρίζοντας ότι η δοκιμασία τής πίστης σας εργάζεται υπομονή·
4 η δε υπομονή ας έχει τέλειο έργο, για να είστε τέλειοι και ολόκληροι, χωρίς να είστε σε τίποτε ελλειπείς.
5 Αν, όμως, κάποιος από σας είναι ελλειπής σε σοφία, ας ζητάει από τον Θεό, που δίνει σε όλους πλούσια, και χωρίς να ονειδίζει· και θα του δοθεί.
6 Ας ζητάει, όμως, με πίστη, χωρίς να διστάζει καθόλου· επειδή, αυτός που διστάζει μοιάζει με κύμα τής θάλασσας, που κινείται από τους ανέμους και συνταράζεται. 0
7 Επειδή, ας μη νομίζει ο άνθρωπος εκείνος ότι θα πάρει κάτι από τον Κύριο.
8 Άνθρωπος δίγνωμος είναι ακατάστατος σε όλους τούς δρόμους του.
9 Ας καυχάται δε ο ταπεινός αδελφός στο ύψος του·
10 και ο πλούσιος, στην ταπείνωσή του· μια που, σαν άνθος χόρτου θα παρέλθει.
11 Επειδή, ο ήλιος ανέτειλε με τον καύσωνα, και ξέρανε το χορτάρι, και το άνθος του ξέπεσε, και η ομορφιά τού προσώπου του αφανίστηκε· έτσι και ο πλούσιος θα μαραθεί στους δρόμους του.
12 Μακάριος ο άνθρωπος που υπομένει πειρασμό· επειδή, αφού δοκιμαστεί, θα πάρει το στεφάνι τής ζωής, το οποίο ο Κύριος υποσχέθηκε σ' αυτούς που τον αγαπούν.
13 Κανένας, όταν πειράζεται, ας μη λέει ότι: Από τον Θεό πειράζομαι· επειδή, ο Θεός είναι απείραστος κακών, κι αυτός δεν πειράζει κανέναν.

14 Πειράζεται, όμως, κάθε ένας, από τη δική του επιθυμία, καθώς παρασύρεται και δελεάζεται.
15 Έπειτα, η επιθυμία, αφού συλλάβει, γεννάει την αμαρτία· και η αμαρτία, μόλις εκτελεστεί, γεννάει τον θάνατο.
16 Μη πλανιέστε, αδελφοί μου αγαπητοί·
17 κάθε αγαθή δόση, και κάθε τέλειο δώρημα, είναι από πάνω, το οποίο κατεβαίνει από τον Πατέρα των φώτων, στον οποίο δεν υπάρχει αλλοίωση ή σκιά μεταβολής.
18 Από τη δική του θέληση μας γέννησε διαμέσου τού λόγου τής αλήθειας, για να είμαστε εμείς κάποια απαρχή των κτισμάτων του.
19 Λοιπόν, αδελφοί μου αγαπητοί, ας είναι κάθε άνθρωπος γρήγορος στο να ακούει, αργός στο να μιλάει, αργός σε οργή·
20 επειδή, η οργή τού ανθρώπου δεν εργάζεται τη δικαιοσύνη τού Θεού.
21 Γι' αυτό, αφού απορρίψετε κάθε ρυπαρότητα και περίσσεια κακίας, δεχθείτε με πραότητα τον λόγο που φυτεύθηκε μέσα σας, αυτόν που μπορεί να σώσει τις ψυχές σας.
22 Γίνεστε δε εκτελεστές τού λόγου, και όχι μονάχα ακροατές, εξαπατώντας τον εαυτό σας.
23 Επειδή, αν κάποιος είναι ακροατής τού λόγου, και όχι εκτελεστής, αυτός μοιάζει με έναν άνθρωπο, που κοιτάζει το φυσικό του πρόσωπο μέσα σε καθρέφτη·
24 επειδή, κοίταξε τον εαυτό του, και αναχώρησε, κι αμέσως λησμόνησε ποιος ήταν.
25 Όποιος, όμως, εγκύψει στον τέλειο νόμο τής ελευθερίας, και επιμείνει σ' αυτόν, αυτός που έγινε όχι ακροατής, που λησμονεί, αλλά εκτελεστής έργου, αυτός θα είναι μακάριος κατά την εκτέλεσή του.
26 Αν κάποιος ανάμεσά σας νομίζει ότι είναι θρήσκος, και δεν χαλινώνει τη γλώσσα του, αλλά εξαπατάει την καρδιά του, η θρησκεία του είναι μάταιη.
27 Θρησκεία καθαρή και χωρίς ψεγάδι μπροστά στον Θεό και Πατέρα είναι τούτη: Να επισκέπτεται τους ορφανούς και τις χήρες στη θλίψη τους, και να τηρεί τον εαυτό του αμόλυντο από τον κόσμο.

……………………….
Ιακώβου 2
1 ΑΔΕΛΦΟΙ μου, μη έχετε με προσωποληψία την πίστη τού δοξασμένου Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
2 Επειδή, αν μπει μέσα στη συναγωγή σας ένας άνθρωπος που φοράει χρυσό δαχτυλίδι, με λαμπρό ένδυμα, μπει όμως μέσα κι ένας φτωχός με ακάθαρτο ένδυμα,
3 και κοιτάξετε με θαυμασμό σ' αυτόν που φοράει το λαμπρό ενδυμα, και του πείτε: Εσύ, κάθησε εδώ, επίσημα· και πείτε στον φτωχό: Εσύ, στάσου εκεί όρθιος, ή: Κάθησε εδώ κάτω από το υποπόδιό μου·
4 δεν κάνατε, άραγε, διάκριση μέσα σας, και γίνατε κριτές σκεφτόμενοι πονηρά;
5 Ακούστε, αγαπητοί μου αδελφοί: Ο Θεός δεν διάλεξε τους φτωχούς τούτου τού κόσμου, πλούσιους σε πίστη, και κληρονόμους τής βασιλείας, που την υποσχέθηκε σ' εκείνους που τον αγαπούν;
6 Εσείς, όμως, ατιμάσατε τον φτωχό. Δεν σας καταδυναστεύουν οι πλούσιοι, κι αυτοί σάς σέρνουν σε δικαστήρια;
7 Αυτοί δεν βλασφημούν το καλό όνομα με το οποίο ονομάζεστε;
8 Αν μεν εκτελείτε τον βασιλικό νόμο, σύμφωνα με τη γραφή: «Θα αγαπάς τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου», κάνετε καλά·
9 αν, όμως, προσωποληπτείτε, κάνετε αμαρτία και ελέγχεστε από τον νόμο ως παραβάτες.
10 Επειδή, όποιος φυλάξει ολόκληρο τον νόμο, φταίξει όμως σε ένα, έγινε ένοχος σε όλα.
11 Για τον λόγο ότι, αυτός που είπε: «Μη μοιχεύσεις», είπε και: «Μη φονεύσεις». Αλλά, αν δεν μοιχεύσεις, όμως φονεύσεις, έγινες παραβάτης τού νόμου.
12 Έτσι να μιλάτε, και έτσι να κάνετε, ως μέλλοντες να κριθείτε διαμέσου τού νόμου τής ελευθερίας·
13 επειδή, η κρίση θα είναι ανελέητη σ' εκείνον που δεν έκανε έλεος· και το έλεος καυχάται ενάντια στην κρίση.

14 Ποιο το όφελος, αδελφοί μου, αν κάποιος λέει ότι έχει πίστη, και δεν έχει έργα; Μήπως η πίστη μπορεί να τον σώσει;
15 Και αν ένας αδελφός ή αδελφή είναι γυμνοί, και στερούνται την καθημερινή τροφή,
16 και κάποιος από σας πει σ' αυτούς: Πηγαίνετε με ειρήνη, είθε να θερμαίνεστε και να χορταίνετε, και δεν τους δώσετε τα αναγκαία τού σώματος, ποιο το όφελος;
17 Έτσι και η πίστη, αν δεν έχει έργα, είναι από μόνη της νεκρή.
18 Αλλά, θα πει κάποιος: Εσύ έχεις πίστη, και εγώ έχω έργα· δείξε μου την πίστη σου από τα έργα σου, και εγώ θα σου δείξω από τα έργα μου την πίστη μου.
19 Εσύ πιστεύεις ότι ο Θεός είναι ένας· καλά κάνεις· και τα δαιμόνια πιστεύουν, και φρίττουν.

20 Θέλεις, όμως, ω μάταιε άνθρωπε, να γνωρίσεις ότι η πίστη χωρίς τα έργα είναι νεκρή;
21 Ο πατέρας μας ο Αβραάμ δεν δικαιώθηκε από τα έργα, όταν πρόσφερε τον γιο του τον Ισαάκ επάνω στο θυσιαστήριο;
22 Βλέπεις ότι η πίστη συνεργούσε στα έργα του, και από τα έργα η πίστη αποδείχθηκε τέλεια;
23 Και εκπληρώθηκε η γραφή, που έλεγε: «Ο δε Αβραάμ πίστεψε στον Θεό, και του λογαριάστηκε σε δικαιοσύνη»· και ονομάστηκε «φίλος τού Θεού».
24 Βλέπετε, λοιπόν, ότι από έργα δικαιώνεται ο άνθρωπος, και όχι μονάχα από πίστη;
25 Παρόμοια δε και η πόρνη Ραάβ δεν δικαιώθηκε από έργα, όταν υποδέχθηκε τους αποσταλμένους, και τους έβγαλε έξω από άλλον δρόμο;
26 Επειδή, όπως το σώμα χωρίς πνεύμα είναι νεκρό, έτσι και η πίστη χωρίς τα έργα είναι 

.......................... 
Ιακώβου 3
1 ΜΗ γίνεστε πολλοί δάσκαλοι, αδελφοί μου, ξέροντας ότι μεγαλύτερη κατάκριση θα πάρουμε·
2 επειδή, σε πολλά φταίμε όλοι μας.
Αν κάποιος δεν φταίει σε λόγο, αυτός είναι τέλειος άνδρας, είναι δυνατός να χαλιναγωγήσει και ολόκληρο το σώμα.
3 Δέστε, στα στόματα των αλόγων βάζουμε τα χαλινάρια, για να πείθονται σε μας, και μεταφέρουμε ολόκληρο το σώμα τους.
4 Δέστε, και τα πλοία, που είναι τόσο μεγάλα, ωθούμενα από σφοδρούς ανέμους, μεταφέρονται από ένα ελάχιστο πηδάλιο, όπου αν θέλει η επιθυμία εκείνου που το κυβερνά.

5 Έτσι και η γλώσσα, είναι μικρό μέλος, όμως, κομπάζει για μεγάλα πράγματα. Δέστε, λίγη φωτιά πόσο μεγάλη ύλη ανάβει·
6 και η γλώσσα είναι φωτιά, ο κόσμος τής αδικίας. Έτσι, ανάμεσα στα μέλη μας, η γλώσσα είναι που μολύνει ολόκληρο το σώμα, και η οποία φλογίζει τον τροχό τού βίου, και φλογίζεται από τη γέεννα.
7 Επειδή, κάθε είδος θηρίων και πουλιών, ερπετών και θαλάσσιων όντων, δαμάζεται, και δαμάστηκε από την ανθρώπινη φύση·
8 τη γλώσσα, όμως, κανένας από τους ανθρώπους δεν μπορεί να δαμάσει· είναι ασυγκράτητο κακό, γεμάτη από θανατηφόρο φάρμακο.
9 Διαμέσου αυτής ευλογούμε τον Θεό και Πατέρα, και διαμέσου αυτής καταριόμαστε τους ανθρώπους, που πλάστηκαν καθ' ομοίωση του Θεού.
10 Από το ίδιο στόμα βγαίνει ευλογία και κατάρα. Δεν πρέπει, αδελφοί μου, έτσι να γίνονται αυτά.
11 Μήπως η πηγή από την ίδια τρύπα αναβλύζει το γλυκό και το πικρό;
12 Μήπως είναι δυνατόν, αδελφοί μου, η συκιά να κάνει ελιές ή η άμπελος σύκα; Έτσι, καμιά πηγή δεν είναι δυνατόν να κάνει νερό αλμυρό και γλυκό.
13 Ποιος, ανάμεσά σας, είναι σοφός και καλός γνώστης; Ας δείξει από την καλή διαγωγή τα δικά του έργα με πραότητα σοφίας.

14 Αν, όμως, έχετε στην καρδιά σας πικρό φθόνο και φιλονικία, μη κατακαυχάστε και ψεύδεστε ενάντια στην αλήθεια.
15 Αυτή η σοφία δεν είναι εκείνη που κατεβαίνει από πάνω, αλλά είναι επίγεια, ζωώδης, δαιμονική·
16 επειδή, όπου υπάρχει φθόνος και φιλονικία, εκεί είναι ακαταστασία, και κάθε αχρείο πράγμα.
17 Η σοφία, όμως, που κατεβαίνει από πάνω, πρώτα μεν είναι καθαρή, έπειτα ειρηνική, επιεικής, ευπειθής, πλήρης από έλεος και καλούς καρπούς, αμερόληπτη και ανυπόκριτη.
18 Και ο καρπός τής δικαιοσύνης σπέρνεται με ειρήνη από τους ειρηνοποιούς.
…………………………………
Ιακώβου 4
1 ΑΠΟ πού προέρχονται οι πόλεμοι και οι διαμάχες ανάμεσά σας; Όχι από εδώ, από τις ηδονές σας, οι οποίες αντιμάχονται μέσα στα μέλη σας;
2 Επιθυμείτε, και δεν έχετε· φονεύετε και φθονείτε, και δεν μπορείτε να επιτύχετε· μάχεστε και πολεμάτε, αλλά δεν έχετε, επειδή δεν ζητάτε.
3 Ζητάτε, και δεν παίρνετε, επειδή ζητάτε με κακή πρόθεση, για να δαπανήσετε στις ηδονές σας.
4 Μοιχοί και μοιχαλίδες, δεν ξέρετε ότι η φιλία τού κόσμου είναι έχθρα προς τον Θεό; Όποιος, λοιπόν, θελήσει να είναι φίλος τού κόσμου, γίνεται εχθρός τού Θεού.
5 Ή νομίζετε ότι μάταια λέει η γραφή: Προς φθόνον επιποθεί το πνεύμα, που κατοίκησε μέσα σας;
6 Αλλά, μεγαλύτερη χάρη δίνει ο Θεός, γι' αυτό λέει: «Ο Θεός στους υπερήφανους αντιτάσσεται, στους ταπεινούς όμως δίνει χάρη».
7 Υποταχθείτε, λοιπόν, στον Θεό· αντισταθείτε στον διάβολο, και θα φύγει από σας.

8 Πλησιάσετε στον Θεό, και θα πλησιάσει σε σας. Καθαρίστε τα χέρια σας, αμαρτωλοί, και αγνίστε τις καρδιές, δίγνωμοι.
9 Κακοπαθήστε και πενθήστε και κλάψτε· το γέλιο σας ας μεταστραφεί σε πένθος, και η χαρά
σε κατήφεια.
10 Ταπεινωθείτε μπροστά στον Κύριο και θα σας υψώσει.
11 Αδελφοί, μη καταλαλείτε ο ένας τον άλλον· όποιος καταλαλεί αδελφό, και κρίνει τον αδελφό του, καταλαλεί τον νόμο, και κρίνει τον νόμο· και αν κρίνεις τον νόμο, δεν είσαι εκτελεστής τού νόμου, αλλά κριτής.
12 Ένας είναι ο νομοθέτης, που μπορεί να σώσει και να απολέσει· εσύ ποιος είσαι που κρίνεις τον άλλον;
13 Ελάτε, τώρα, εσείς που λέτε: Σήμερα ή αύριο θα πάμε σ' αυτή την πόλη, και θα κάνουμε εκεί έναν χρόνο, και θα εμπορευτούμε και θα κερδίσουμε·
14 οι οποίοι δεν ξέρετε το τι θα συμβεί αύριο· επειδή, ποια είναι η ζωή σας; Είναι, πραγματικά, ατμός που φαίνεται για λίγο, και έπειτα εξαφανίζεται·

15 αντί να λέτε: Αν ο Κύριος θελήσει, και ζήσουμε, θα κάνουμε τούτο ή εκείνο.
16 Τώρα, όμως, καυχάστε στις αλαζονείες σας· κάθε τέτοια καύχηση είναι κακή.
17 Σ' αυτόν, λοιπόν, που ξέρει να κάνει το καλό, και δεν το κάνει, σ' αυτόν είναι αμαρτία.
………………………………
Ιακώβου 5
1 ΕΛΑΤΕ, τώρα, οι πλούσιοι, κλάψτε ολολύζοντας για τις επερχόμενες ταλαιπωρίες σας.
2 Ο πλούτος σας σάπισε, και τα ιμάτιά σας έγιναν σκωληκόβρωτα.
3 Το χρυσάφι σας και το ασήμι σας σκούριασε, και η σκουριά τους θα είναι ως μαρτυρία εναντίον σας, και θα φάει τις σάρκες σας σαν φωτιά· θησαυρίσατε για τις έσχατες ημέρες.
4 Δέστε, ο μισθός των εργατών που θέρισαν τα χωράφια σας, τον οποίο στερήθηκαν από σας, κράζει· και οι κραυγές αυτών που θέρισαν μπήκαν μέσα στα αυτιά τού Κυρίου, του Σαβαώθ.
5 Ζήσατε μέσα σε απολαύσεις επάνω στη γη, και σπαταλήσατε· θρέψατε τις καρδιές σας σαν σε ημέρα σφαγής·
6 καταδικάσατε, φονεύσατε τον δίκαιο· δεν σας αντιστέκεται.
7 Μακροθυμήστε, λοιπόν, αδελφοί, μέχρι την παρουσία τού Κυρίου. Δέστε, ο γεωργός περιμένει τον πολύτιμο καρπό τής γης, και μακροθυμεί γι' αυτόν, μέχρις ότου λάβει βροχή πρώιμη και όψιμη.
8 Μακροθυμήστε κι εσείς, στηρίξτε τις καρδιές σας· επειδή, η παρουσία τού Κυρίου πλησίασε.
9 Αδελφοί, μη στενάζετε ο ένας ενάντια στον άλλον, για να μη κατακριθείτε· δέστε, ο κριτής στέκεται μπροστά στις θύρες.
10 Πάρτε, αδελφοί μου, παράδειγμα της κακοπάθειας και της μακροθυμίας τούς προφήτες, οι οποίοι μίλησαν στο όνομα του Κυρίου.
11 Δέστε, μακαρίζουμε αυτούς που υπομένουν· ακούσατε την υπομονή τού Ιώβ, και είδατε το τέλος τού Κυρίου, ότι ο Κύριος είναι πολυεύσπλαχνος και οικτίρμονας.
12 Προπάντων, μάλιστα, αδελφοί μου, μη ορκίζεστε, ούτε στον ουρανό ούτε στη γη ούτε κάποιον άλλον όρκο· αλλά, ο λόγος σας ας είναι το Ναι, ναι, και το Όχι, όχι· για να μη πέσετε υπό κρίση.

13 Κακοπαθεί κάποιος ανάμεσά σας; Ας προσεύχεται· ευθυμεί κάποιος; Ας ψάλλει.
14 Ασθενεί κάποιος ανάμεσά σας; Ας προσκαλέσει τούς πρεσβύτερους της εκκλησίας, και ας προσευχηθούν επάνω του, αφού τον αλείψουν με λάδι στο όνομα του Κυρίου.
15 Και η προσευχή με πίστη θα σώσει αυτόν που πάσχει, και ο Κύριος θα τον εγείρει· και αμαρτίες αν έπραξε, θα του συγχωρηθούν.
16 Εξομολογείστε ο ένας στον άλλον τα πταίσματά σας, και προσεύχεστε ο ένας για τον άλλον για να γιατρευτείτε. Πολύ ισχύει η δέηση του δικαίου που γίνεται ένθερμα.
17 Ο Ηλίας ήταν άνθρωπος ομοιοπαθής με μας, και προσευχήθηκε ένθερμα για να μη βρέξει· και δεν έβρεξε επάνω στη γη για τρία χρόνια και έξι μήνες·
18 και πάλι προσευχήθηκε, και ο ουρανός έδωσε βροχή, και η γη βλάστησε τον καρπό της.
19 Αδελφοί, αν κάποιος ανάμεσά σας αποπλανηθεί από την αλήθεια, και κάποιος άλλος τον φέρει πίσω,
20 ας ξέρει ότι, αυτός που έφερε πίσω έναν αμαρτωλό από την πλάνη τού δρόμου του, θα σώσει μια ψυχή από τον θάνατο, και θα σκεπάσει πλήθος αμαρτιών.










…………